ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ (1912-1913)
ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΟΥ/ΓΕΣ

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913 αναμφισβήτητα αποτελούν ιστορικό ορόσημο στη Νεότερη Ιστορία της Ελλάδας και μία από τις μεγαλύτερες εξάρσεις του Έθνους. Κατά τους πολέμους αυτούς όλοι οι Έλληνες αδελφωμένοι σε εθνική πανστρατιά και με ζηλευτή ομοψυχία αποδύθηκαν σ' έναν τιτάνιο αγώνα.

Η Ελλάδα, διαθέτοντας την περίοδο εκείνη έναν πλήρως αναδιοργανωμένο, άρτια εκπαιδευμένο και καλά εξοπλισμένο Στρατό και έχοντας εξασφαλισμένη την υπεροπλία στη θάλασσα, χάρη στο Ναυτικό της, έμπαινε στον πόλεμο κατά της Τουρκίας στο πλευρό των Βαλκανικών Συμμάχων της Βουλγαρίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου, με τις ευνοϊκότερες συνθήκες. Ακλόνητη πίστη όλων ήταν η απελευθέρωση των εθνικών εδαφών και των ομοεθνών τους που εξακολουθούσαν να βρίσκονται υπό το ζυγό των Τούρκων και καθημερινά υπέφεραν το φυλετικό και θρησκευτικό φανατισμό τους. Επιπλέον η Ελλάδα επιθυμούσε να αποπλύνει την ήττα του άτυχου πολέμου του 1897, που τόσα δεινά της είχε φέρει.

Στη γιγάντια αυτή προσπάθεια, ο Ελληνικός Στρατός, πέρα από την ένθερμη συμπαράσταση ολόκληρου του ελληνικού λαού, είχε και την ενεργή συμμετοχή των αλύτρωτων ακόμη αδελφών μας, αλλά και πολλών φιλελλήνων του Εξωτερικού και Κρητών εθελοντών, που κατά χιλιάδες συνέρεαν και ενίσχυαν τον αγώνα. Τα πατριωτικά κηρύγματα είχαν διαποτίσει τις ψυχές όλων των Ελλήνων και είχαν ανάψει στα στήθη της νεολαίας την ορμή για αγώνα.

Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος
Επιχειρήσεις στη Μακεδονία

Η Ελλάδα, μετά την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, επιδόθηκε αμέσως στην κρατική της οργάνωση και ανασυγκρότηση. Η ατυχής όμως έκβαση του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, όπως και η ένταση που ακολούθησε στο χώρο της Μακεδονίας από τη δράση των Βούλγαρων Κομιτατζήδων, την ανάγκασε να αναπτύξει έντονη δραστηριότητα για τη βελτίωση της κατάστασης των υπόδουλων ομοεθνών της, στις τουρκοκρατούμενες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, που ήταν αναπόσπαστα εδάφη της και στα οποία ζούσε συμπαγές και πολυπληθές ελληνικό στοιχείο, που διακρινόταν για το υψηλό πολιτιστικό του επίπεδο, την πρόοδο και την οικονομική του ανάπτυξη.

Η όποια όμως, προσπάθεια του Ελεύθερου Ελληνικού Κράτους, για την απελευθέρωση του υπόδουλου Ελληνισμού, ήταν δύσκολο να εκδηλωθεί και να καρποφορήσει, γιατί η Τουρκία εξακολουθούσε να είναι ισχυρή και γιατί η πολιτική των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων για τη Βαλκανική είχε διαμορφωθεί κάτω από το δόγμα της διατήρησης του τότε εδαφικού καθεστώτος στην περιοχή, χωρίς να επιτρέπει καμία ουσιώδη μεταβολή.

Σε κάθε απαίτηση ή διάβημα των βαλκανικών κρατών, για τα δικαιώματα των ομοεθνών πληθυσμών τους, η απάντηση της Τουρκίας ήταν αρνητική και πολλές φορές απειλητική. Οι χριστιανικοί πληθυσμοί έπρεπε να εξαφανιστούν. Η νέα εθνικιστική πολιτική της Τουρκίας, τέθηκε σε εφαρμογή με σειρά μέτρων, όπως της υποχρεωτικής στρατολογίας των Χριστιανών, της διδασκαλίας της τουρκικής γλώσσας στα ξένα σχολεία, της κατάργησης ορισμένων προνομίων κτλ. Κυρίως όμως, η οργή των Νεότουρκων στράφηκε εναντίον των Ελλήνων. Έτσι, ο υπόδουλος Ελληνισμός τέθηκε και πάλι σε διωγμό.

Η Ελλάδα, προ της νέας αυτής κατάστασης, οργάνωσε το Στρατό της σε νέες βάσεις και εφοδιάστηκε με το απαραίτητο πολεμικό υλικό, ενώ νέες μονάδες προστέθηκαν στο Στόλο. Παράλληλα, άρχισε έντονη διπλωματική δραστηριότητα. Είχε γίνει κατανοητό, ότι δεν ήταν δυνατό η Ελλάδα ν' αντιπαραταχθεί μόνη της κατά της Τουρκίας. Έπρεπε να ζητηθεί η συνεργασία και των άλλων βαλκανικών κρατών. Και η κατάσταση ήταν ευνοϊκή. Μετά από διαπραγματεύσεις τα τέσσερα χριστιανικά βαλκανικά κράτη, αν και δεν είχαν υπογράψει κοινό αμυντικό σύμφωνο, βρέθηκαν στις αρχές του φθινοπώρου του 1912 συνενωμένα και αλληλέγγυα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η αντίδραση της Τουρκίας, στη δραστηριότητα αυτή των βαλκανικών κρατών, εκδηλώθηκε άμεσα και δυναμικά με την ενίσχυση των παραμεθόριων φρουρών και τη μετακίνηση, με το πρόσχημα διεξαγωγής στρατιωτικών ασκήσεων, σημαντικών δυνάμεων από την Ανατολή στη Μακεδονία και τη Θράκη. Σε απάντηση τα βαλκανικά κράτη κήρυξαν γενική επιστράτευση και το Μαυροβούνιο κήρυξε πρώτο, στις 25 Σεπτεμβρίου του 1912, το πόλεμο κατά της Τουρκίας.

Ο πόλεμος ήδη, μεταξύ των Βαλκανικών Συμμάχων και της Τουρκίας, ήταν αναπόφευκτος και στις 5 Οκτωβρίου του 1912 άρχισαν οι εχθροπραξίες, με το Βουλγαρικό Στρατό να επιχειρεί προς την Ανατολική Θράκη, το Σερβικό προς τα Σκόπια και το Μοναστήρι και τον Ελληνικό προς τη Μακεδονία και την Ήπειρο.

Η Στρατιά Θεσσαλίας άρχισε την προέλασή της, το πρωί της 5ης Οκτωβρίου 1912, με σκοπό την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Αφού απώθησε τουρκικά τμήματα κατέλαβε στις 6 Οκτωβρίου, την Ελασσόνα, συνέχισε την προέλασή της και στις 9 Οκτωβρίου επιτέθηκε κατά των Τούρκων στην οχυρή τοποθεσία του Σαραντάπορου.

Τρεις Μεραρχίες επιτέθηκαν κατά μέτωπο, ενώ μία άλλη, με υπερκερωτική ενέργεια, έφτασε στα νώτα της τοποθεσίας, εξαναγκάζοντας τους Τούρκους να υποχωρήσουν προς τα Σέρβια και την Κοζάνη εγκαταλείποντας όλο το υλικό και το πυροβολικό τους.

Η IV Μεραρχία, αφού καταδίωξε τους Τούρκους το πρωί στις 10 Οκτωβρίου, εισήλθε το απόγευμα στα Σέρβια, ενώ τμήματα της Ταξιαρχίας Ιππικού κατέλαβαν στις 11 Οκτωβρίου, την Κοζάνη. Έτσι, η νίκη του Ελληνικού Στρατού στο Σαραντάπορο, ενίσχυσε το ηθικό του και άνοιξε τις πύλες για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

Μετά την ήττα των Τούρκων στο Σαραντάπορο, η Στρατιά Θεσσαλίας στράφηκε προς τα ανατολικά, με σκοπό την απελευθέρωση το ταχύτερο της Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε τον κύριο πολιτικοστρατηγικό σκοπό των επιχειρήσεων στη Μακεδονία.

Ακολούθησε στις 16 Οκτωβρίου η απελευθέρωση της Βέροιας και της Κατερίνης. Στις 19 και 20 Οκτωβρίου 1912 κατά τη νικηφόρα μάχη του Ελληνικού Στρατού στα Γιαννιτσά, οι Τούρκοι, μπροστά στον κίνδυνο να κυκλωθούν, συμπτύχθηκαν εσπευσμένα προς τη Θεσσαλονίκη, και υποχρεώθηκαν μετά από διαπραγματεύσεις, να υπογράψουν στις 26 Οκτωβρίου 1912 την παράδοση της Θεσσαλονίκης και του Τουρκικού Στρατού, που ήταν περίπου 26.000 άντρες, με 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα και 1.200 κτήνη. Στη συνέχεια, ο Ελληνικός Στρατός στράφηκε προς τη Δυτική Μακεδονία, όπου διαδοχικά απελευθέρωσε τη Φλώρινα, την Καστοριά και την Κορυτσά.

Το Ελληνικό Ναυτικό, που αποτελούσε τη μόνη ναυτική δύναμη της Συμμαχίας, συντέλεσε αποφασιστικά στη νίκη των συμμαχικών όπλων. Ταυτόχρονα, με την ακάθεκτη προέλαση του Ελληνικού Στρατού και την απελευθέρωση των ιερών χωμάτων της Μακεδονίας και της Ηπείρου, ο Στόλος με ηγέτη το Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, απελευθέρωσε με εθελοντικά σώματα Προσκόπων και αγήματα Πεζοναυτών τη Χαλκιδική και το ένα μετά το άλλο τα ελληνικά νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου.

Με τις ιστορικές, εξάλλου, ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913), με επικεφαλής το θρυλικό θωρηκτό "Αβέρωφ", όχι μόνο εξασφάλισε την κυριαρχία του στο Αιγαίο, εξαναγκάζοντας τον Τουρκικό Στόλο να μείνει αποκλεισμένος στα Δαρδανέλια μέχρι το τέλος του Πολέμου, αλλά απαγόρευσε και τις στρατηγικές μεταφορές τουρκικών στρατευμάτων από τις ασιατικές ακτές στη Βαλκανική Χερσόνησο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στις 9 Δεκεμβρίου 1912 το υποβρύχιο "Δελφίν" επιτέθηκε κατά του τουρκικού καταδρομικού "Μετζηδιέ", γεγονός που αποτέλεσε την πρώτη τορπιλική επίθεση στον κόσμο. Οι παράγοντες των επιτυχιών του Ναυτικού μας ήταν η ποιοτική υπεροχή και η ναυτική παράδοση του προσωπικού, καθώς και η εμπνευσμένη του ηγεσία.

Τέλος, σοβαρά συνέβαλε, κυρίως στην πτώση του ηθικού του αντιπάλου, και ο αεροπορικός στολίσκος, παρότι τα αεροσκάφη που διέθετε ήταν λίγα και με περιορισμένες επιχειρησιακές ικανότητες. Ο στολίσκος αυτός ανέλαβε και εκτέλεσε σημαντικές αποστολές αναγνωρίσεως, αλλά και προσβολές κατά επίγειων εχθρικών στόχων προς όφελος του Στρατού στη Μακεδονία και την Ήπειρο. Επιπλέον, στις 24 Ιανουαρίου 1913 ελληνικό υδροπλάνο πραγματοποίησε την πρώτη στον κόσμο αποστολή ναυτικής συνεργασίας, αναγνωρίζοντας τον Τουρκικό Στόλο στα Δαρδανέλια κατά του οποίου έριξε και έξι βόμβες. Δίκαια συνεπώς μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Ελλάδα είναι μεταξύ των πρώτων χωρών στον κόσμο που χρησιμοποίησε αεροπλάνο ως πολεμικό μέσο στο πεδίο της μάχης.

Μετά από μακρές συζητήσεις η Τουρκία ζήτησε ανακωχή. Η Ελλάδα δεν συμφώνησε με τους όρους ανακωχής και στις 20 Νοεμβρίου 1912 συνέχισε μόνη τον πόλεμο κατά της Τουρκίας.

Μετά την υπογραφή της ανακωχής, αντιπρόσωποι όλων των εμπολέμων, συμπεριλαμβανόμενης και της Ελλάδας, συνήλθαν στο Λονδίνο για τη σύναψη οριστικής ειρήνης. Εξαιτίας όμως της τουρκικής αδιαλλαξίας οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν στις 24 Δεκεμβρίου 1912, χωρίς στο μεταξύ να επιτευχθεί κάποια συμφωνία.

Επιχειρήσεις Ηπείρου

Ο Ελληνικός Στρατός το 1912 διέθετε περιορισμένες δυνάμεις στην Ήπειρο. Ήταν όμως υποχρεωμένος να διεξάγει επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Γι' αυτό και δεν ήταν δυνατό να αναλάβει επιθετικές ενέργειες ταυτόχρονα και προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις. Έτσι, αποφασίστηκε να δοθεί προτεραιότητα στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, γιατί το επέβαλλαν σοβαροί εθνικοί λόγοι.

Οι ελληνικές δυνάμεις αφού πέρασαν τον Άραχθο ποταμό και μετά από σύντομο αγώνα, κατέλαβαν τις πόλεις Άρτα, Πρέβεζα, Καλαμπάκα και Μέτσοβο. Στη συνέχεια κινήθηκαν προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο όγκος των τουρκικών δυνάμεων, που στο μεταξύ είχαν αρκετά ενισχυθεί με νέες, από την περιοχή του Μοναστηρίου. Έτσι, κυρίως εξαιτίας αυτού, αλλά και των δυσμενών καιρικών συνθηκών, η προέλαση του Ελληνικού Στρατού ανακόπηκε.

Η απόφαση της Κυβέρνησης ήταν να απελευθερωθεί η Ήπειρος πριν τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων. Έτσι, ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθηκε με μία μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε νέα επιθετική προσπάθεια. Μετά όμως από αλλεπάλληλες επιθετικές ενέργειες, από την 1η μέχρι τις 3 Δεκεμβρίου 1912, οι ελληνικές δυνάμεις προσέκρουσαν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και αναχαιτίστηκαν. Ακολούθησε περίοδος στασιμότητας στο μέτωπο, μέχρι που ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθηκε και με άλλες μεραρχίες από το Θέατρο Επιχειρήσεων της Μακεδονίας, γιατί στο μεταξύ είχε ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Δυτικής Μακεδονίας και ήταν δυνατή η απαγκίστρωση δυνάμεων για την επίσπευση της απελευθέρωσης της Ηπείρου.

Νέα επίθεση που έγινε από τις 7 μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 1913, με κύρια προσπάθεια κατά του Οχυρού Μπιζάνι και πάλι αναχαιτίστηκε από τους Τούρκους, με πολλές μάλιστα απώλειες για τις ελληνικές δυνάμεις.

Τελικά σφοδρή επίθεση, που εκτοξεύτηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1913, είχε ως αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό των Τούρκων, και μάλιστα από τη βαθιά ελληνική εισχώρηση στο δεξιό πλευρό τους και την "άνευ όρων" παράδοση στον Ελληνικό Στρατό, της πόλης των Ιωαννίνων, μετά από δύο ημέρες, στις 21 Φεβρουαρίου 1913, από τον Τούρκο Διοικητή Εσσάτ Πασά.

Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής τουρκικής αντίστασης στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε επίδραση στο ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά από την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς.

Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ο Ελληνικός Στρατός κινήθηκε βορειότερα και μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913 απελευθέρωσε τη Βόρεια Ήπειρο, όπου γινόταν παντού δεκτός με άκρατο πατριωτικό ενθουσιασμό από τον ακραιφνή ελληνικό πληθυσμό της περιοχής αυτής. Οι απελευθερωτικοί όμως αυτοί αγώνες και οι θυσίες του Ελληνικού Στρατού δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Οι πόθοι και τα όνειρα των Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου έμειναν ανεκπλήρωτα, γιατί η Βόρεια Ήπειρος παραχωρήθηκε με απόφαση των τότε Μεγάλων Δυνάμεων στο νεοσύστατο Αλβανικό Κράτος.

Το τέλος του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, βρήκε την Ελλάδα να έχει απελευθερώσει την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου μας.

Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος

Με τη Συνθήκη του Λονδίνου της 17ης, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλα τα εδάφη της στη Βαλκανική. Υπολειπόταν η διανομή των εδαφών μεταξύ των Συμμάχων, αλλά υπήρχαν μεγάλες διαφορές και η κατάσταση εξελισσόταν σε σύρραξη. Μάλιστα είχαν αρχίσει αιματηρά επεισόδια, που κυρίως προκαλούσαν σε βάρος των Ελλήνων και των Σέρβων βουλγαρικά τμήματα στη Μακεδονία.

Εξαιτίας της στάσης αυτής των Βουλγάρων, αλλά και των πληροφοριών που υπήρχαν, για επικείμενη επίθεσή τους κατά της Ελλάδας και της Σερβίας, οι δύο χώρες υπέγραψαν στις 19 Μαΐου 1913 αμυντική συμμαχία, με σκοπό την αντιμετώπιση της βουλγαρικής απειλής. Σε κάθε πρόταση φιλικής διευθέτησης των διαφορών τους με τη Βουλγαρία, η Ελλάδα και η Σερβία συναντούσαν την αδιαλλαξία της, που είχε ήδη πάρει την απόφασή της να επιτεθεί κατά των πρώην συμμάχων της.

Πράγματι, η βουλγαρική επίθεση άρχισε αιφνιδιαστικά και χωρίς να προηγηθεί κήρυξη πολέμου στις 16 Ιουνίου 1913, ταυτόχρονα κατά των ελληνικών δυνάμεων στην περιοχή της Νιγρίτας και του Παγγαίου όρους και κατά των σερβικών δυνάμεων στις περιοχές της Γευγελής και του Ιστίπ. Η αντίδραση της Ελλάδας και της Σερβίας ήταν άμεση και αποφασιστική και ο δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος ήταν πλέον γεγονός. Ο Ελληνικός Στρατός καλούνταν και πάλι να συνεχίσει τους ηρωικούς αγώνες του για να σώσει τους αδελφούς του Μακεδόνες, που μόλις είχαν απελευθερωθεί από τον τουρκικό ζυγό. Και ακόμη να συμπληρώσει το απελευθερωτικό έργο του πρώτου βαλκανικού πολέμου, χωρίς να υπολογίζει νέες θυσίες.

Ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος χαρακτηρίζεται για την ταχύτητα διεξαγωγής του, αφού κράτησε μόνο ένα μήνα, τη σκληρότητα των μαχών του, με κορυφαία αυτή του Κιλκίς-Λαχανά, από τις 19 μέχρι 21 Ιουνίου 1913, και το μεγάλο, και για τις δύο πλευρές, αριθμό απωλειών. Είχε ως αποτέλεσμα την ήττα των Βουλγάρων και την οριστική απελευθέρωση της Μακεδονίας μας.

Στη νίκη αυτή συνέβαλε σημαντικά και ο Ελληνικός Στόλος, του οποίου τα αγήματα απελευθέρωσαν την Καβάλα και την Αλεξανδρούπολη, όπως επίσης και ο σύμμαχος Σερβικός Στρατός, αλλά και ο Ρουμανικός που και αυτός ενίσχυσε τη συμμαχική προσπάθεια, εισβάλλοντας στο βουλγαρικό έδαφος από τις 28 Ιουνίου 1913.

Ο Βουλγαρικός Στρατός όταν έχασε την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων και η θέση του είχε γίνει πολύ δύσκολη, φεύγοντας από τη Μακεδονία διέπραξε φοβερά εγκλήματα κατά του ελληνικού πληθυσμού, σφάζοντας πολλούς από τους Έλληνες κατοίκους της και πυρπολώντας τα σπίτια τους. Η Νιγρίτα, οι Σέρρες και κυρίως το Δοξάτο είναι οι πόλεις που έζησαν περισσότερο την εκδικητική μανία των Βουλγάρων και έπαθαν τις μεγαλύτερες καταστροφές.

Η Βουλγαρία κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, υποχρεώθηκε να συνάψει στις 18 Ιουλίου ανακωχή και στις 28 του ίδιου μήνα, μετά από σκληρές διπλωματικές διαπραγματεύσεις στο Βουκουρέστι, τη συνθήκη ειρήνης, με την οποία τερματιζόταν ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος και ρυθμίζονταν οι εδαφικές διεκδικήσεις μεταξύ των βαλκανικών χωρών. Η Ελλάδα αποκτούσε και πάλι την Ανατολική Μακεδονία, ενώ η Δυτική Θράκη, αν και είχε απελευθερωθεί από τον Ελληνικό Στρατό, παραχωρήθηκε τελικά στην Βουλγαρία.

Οι αγώνες και οι θυσίες του Ελληνικού Στρατού, κατά το σύντομο αλλά σκληρό Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο δεν ήταν μάταιες, αφού με αυτόν αναχαιτίστηκε η επεκτατική πολιτική της Βουλγαρίας και η Ελλάδα απελευθέρωσε σημαντικά ελληνικά εδάφη, που αναμφισβήτητα υπήρξαν καθοριστικά για την παραπέρα πορεία του Έθνους.

Η Ελλάδα εξερχόταν από τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913, κατά της Τουρκίας και της Βουλγαρίας, πιο ενωμένη και δυνατή, έχοντας πραγματοποιήσει ένα μεγάλο μέρος από τις εθνικές της διεκδικήσεις. Η Μακεδονία και η Ήπειρος, μετά από μακρόχρονη περίοδο ξενικού ζυγού, επανήλθαν στη μητέρα Πατρίδα, ενώ τη νησιά του Αιγαίου έγιναν και πάλι τα προπύργια της ελευθερίας. Εκατομμύρια υπόδουλοι Έλληνες έσπασαν επιτέλους τα δεσμά τους και έπαψαν να υποφέρουν κάτω από το πέλμα των ξένων κατακτητών. Η εδαφική έκταση της χώρας από 64 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα αυξήθηκε σε 120 χιλιάδες και ο πληθυσμός της από 2,8 εκατομμύρια κατοίκους έφτασε τα 5 εκατομμύρια. Η οικονομία ενισχύθηκε με νέες πλουτοπαραγωγικές πηγές, που βαθμιαία οδήγησαν στην αισθητή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου ολόκληρου του ελληνικού λαού.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, πόλεμοι "για τον αδελφό το σκλαβωμένο και για της Πατρίδας την τιμή", δόξασαν την Ελλάδα και γέμισαν το Λαό της με Εθνική υπερηφάνεια. Το Ελληνικό Έθνος, δυνατό και γεμάτο αυτοπεποίθηση, μπορούσε πλέον να προσβλέπει με εμπιστοσύνη και αισιοδοξία το μέλλον και στα πεπρωμένα της Φυλής, έχοντας ισχυρή ασπίδα τον ένδοξο Στρατό του.


Επιστροφή