Πεζά

Ποίηση

Παραμύθια

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Ο Dali & Εγώ

Διαδικτύου

Εκδοθέντες

Κλασικά

Λαογραφικά

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Λογο-Παίγνια

Σχόλια/Επικοινωνία

Φανταστικό

Ερωτική Λογοτεχνία

Γλυπτική

 
 

Διαδικτύου 

Κυριακός Ευάγγελος: Ματιές Από Βύθη...

 

                                             Βιογραφικό

     Εργάζομαι ως ιδιωτικός υπάλληλος και κατοικώ στo Καπανδρίτι Αττικής. Ασχολούμαι με τη Ποίηση εδώ και χρόνια. Ποιήματα μου έχουν εκδοθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά αλλά και στην ετήσια επιθεώρηση «ΣΤΙΧΟΡΑΜΑ» ,που περιλαμβάνει στίχους για τραγούδι.
     Επίσης, έχω λάβει τιμητική  διάκριση στο διαγωνισμό ποίησης εις μνήμην του Παναγιώτη Καλαχάνη στο δήμο 'Ασσου Λεχαίου Κορινθίας.
_______________________________

Μ' Ένα Σπασμένο Πόδι

Μ' ένα σπασμένο πόδι
κι έναν στίχο στην καρδιά
στέκομαι μεταξύ ορατού κι αοράτου.
Φιλίες που ξεφτίσανε μ' ορίζουνε
ανάγκες που κραδαίνουν την σημαία-
μαύρο βελούδο .

'Αναρχη
Ιδιοτροπία!
Ύμνος θρηνητικός
χινοπωριάζει
την ανθοφορία
των ονείρων.

Στρέφω το βλέμμα:
μέσα στα σπίτια που γλύκά
αργοπεθαίνουμε,
μέσα στους πόθούς
τους αιώνια ευσεβείς
μέσα στα πεύκα, τις πλαγιές
που παθητικά φιλιόμαστε
μ' έναν μικρό στεναγμό
μέσα σε καμπάνες που χτυπούν
πένθιμα, χαρμόσυνα
-ποιος ξέρει;-
μέσα στ' αθώο γέλιο που κάποτε παγώνει
και στ' αεροπλάνα
που βομβαρδίζουν άμαχους πληθυσμούς
μέσα σε μια δροσερή γουλιά νερό
που πνιγόμαστε
μέσα στο γλυκάδι των ματιών
και στην αποθέωση του υποκριτικού βλέμματος
υπάρχει μια ζωή που βαριανασαίνει
                                                          σωπαίνει
                                                                           πεθαίνει. 

Βασιλεύει ο Μορφέας
στα μέγαρα
με τις καθαρές κουρτίνες,
στις ξένες αγκαλιές
στα σώματα
που γεμίζουν μ' αφρόλουτρα, μυρωδικά τις μπανιέρες
μέσα σε παχιά χαλιά
δερμάτινες πολυθρόνες
και προεδρικούς θώκους
μέσα σε κότερα, λογισμούς δανδήδων
που ανησυχούν μόνο
για την πτώση του χρηματιστηρίου-
μέσα σε κάθε τι παγωμένο.

Κρίνω τα προπατορικά μας αμαρτήματα
(και το δικό μου).
Στο τέταρτο σκαλοπάτι τ' ουρανού
στέκομ' εξόριστος,
ικέτης, παρατηρητής και μοναχός
του χρόνου.

Μ' ένα σπασμένο πόδι
και μια θλίψη μυστική
τριγυρνώ μεταξύ κακού και καλοσύνης.
Σχίζω τους αμνούς στα δυο-
βρίσκω από κάτω τους αφρισμένους λύκους.
Μέσα σε πλάκες μυστικές της αγιοσύνης
βρίσκω τα πολυκάντηλα΄
λίγο σαστίζω.
Δακρυσμέν' οι άγιοι-
Που να προλάβουνε κι εκείνοι!

Μαυροντυμένος ο Αρχάγγελος
προαναγγέλλει τα δεινά.

Έτσι, λοιπόν,
κρατώ την πένα.
Παίρνω την νύχτα
αγκαλιά
και περπατώ
στ' αλώνια
του κόσμου.
Ακούω την φωνή
που μ' ορίζει.
Ιδρώνω και καταγράφω
τις ντροπές
μήπως ξεδιπλωθεί
τ' ατόφιο χρυσάφι
της αθωότητας!

                                               Τα Παιδιά

     Θα 'ρθουν κι απόψε τα παιδιά να μου υποδείξουν τα λάθη μου. Θα κρατούν χρωματιστές σημαίες κι άνθη που θα λιγώνουν γλυκιά μέθη. Θα σχηματίσουν ένα κύκλο μεγάλο και θα χορεύουν γύρω από μένα. Ξέφρενο χορό, ξεφάντωμα όμορφο, υγιές. Κι όταν αποκάμουν θα κάτσουν στο μεγάλο στρωμένο τραπέζι που θα 'χω ετοιμάσει με κάθε λογής λιχουδιές. Στο κάτασπρο τραπεζομάντιλο θα καθρεφτίζονται οι αθώες μορφές τους. Του Θεού οι μορφές.

Εγώ O Ελπήνορας

Κοιμήθηκα
στων αιώνων το διάβα.

Τιποτένια μοίρα!

Λίγες γραμμές στον Όμηρο.
Δεν αναστήθηκα σαν τον Φίνεγκαν
με μια σταγόνα ουίσκι.
Αστοχασιές, δειλίες
ονομασίες μου γνώριμες.

Στα μάτια μου ακόμα η ταράτσα
εκεί που η ζωή μου
έφυγε απ' το στόμα
σαν πουλί.

Στ' αφτιά μου ακόμα
οι φωνές του αφέντη.
Έπρεπε να κινήσουμε
για του 'Aδη τα  παλάτια τα σκιερά
στα τρίσβαθα του απέραντου Ωκεανού
στις εκβολές
του Αχέροντα, του Κωκυτού και του Πυροφλογάτου.

Πάνω στον σάλαγο της προετοιμασίας του ταξιδιού
πάνω στον πανικό των συντρόφων,
κίνησα κι εγώ να ετοιμαστώ.

Δεν κατάλαβα ποτέ
σκεπή και γη
γίναν' ένα.

Εκείν' η σκάλα ο θάνατος μου!

                          Γυρισμός
(Δημοσιευμένο στο περιοδικό "Νέα Αριάδνη")

Θα σε φιλήσω μια βραδιά που θα 'ρθω απ' τα μάκρη
Μήπως μπορέσω και τη βρω του έρωτα την άκρη
Μάτια στεγνά θα τρέχουνε σαν θα με ξαναδούνε
Θα με κοιτάζουν με καημό κι αγάπη θα ζητούνε.

Και συ θ' ανοίξεις το κρασί που φύλαγες για μένα
Για τον ωραίο γυρισμό θα κάνουμε γιορτή
Θα με κοιτάζεις θα μου λες: -«Ποτέ μη ξαναφύγεις»
Κι εκεί στο γλυκοχάραμα θα πιούμε τη ζωή.

Θα 'ναι σεμνός ο γυρισμός, δίχως ακολουθία
Όμως θα έχει μια φωτιά που διώχνει την πικρία
Θα ν' η αγάπη δυνατή μετά' από τόσα χρόνια
Κι ας ειν' ο τόπος παγερός, με κρύο και με χιόνια.

Και συ θ' ανοίξεις το κρασί που φύλαγες για μένα
Για τον ωραίο γυρισμό θα κάνουμε γιορτή
Θα με κοιτάζεις θα μου λες: -«Ποτέ μη ξαναφύγεις»
Κι εκεί στο γλυκοχάραμα θα πιούμε τη ζωή.

         Στην Εμποροπανήγυρη

«...Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλ' η φύσις
...»
                         -Κώστας  Καρυωτάκης-

Στην εμποροπανήγυρη των αισθημάτων
πουλάνε κι αγοράζουν ψευδαισθήσεις.
Περνάει ο κόσμος να γλυκοκοιτάξει
τα πορφυρά  ονείρατα τα πάνινα
(που με την πρώτη αφή θα σκίσουν).

Στην εμποροπανήγυρη των αισθήσεων
μπαούλα οι ψυχές εναποθέτουν
ποικιλόχρωμα υφάσματα λαγνείας
αυτό -τίποτ' άλλο.

Στην εμποροπανήγυρη του χρόνου
λίγες οι καλές στιγμές
που αραδιάσαμε στον πάγκο.
Οι περισσότερες ήταν σκάρτο πράγμα
ή μόνο ένα σαθρό τίναγμα των νεύρων!

Η Kηδεία Tου Ποιητή
        (Μνήμη Μίλτου Σαχτούρη)

Θάψανε τον ποιητή-
παρ' όλ' αυτά δημοσία δαπάνη.
Λίγοι συνάνθρωποι του,
συνοδοιπόροι,
συνόδεψαν τη σoρό.
Δίχως πολλές
τυμπανοκρουσίες.
(Αν ήταν κάποιος
της πολιτικής, του θεάματος
όλοι θα παρευρίσκοντο).

Απ' τα κανάλια
ούτ' ένα πλάνο.
Μόνο ένα μικρό αφιέρωμα
απ' την κρατική
τηλεόραση.
Αν ήταν κάποιος άλλος
θα διέκοπταν
την κανονική ροή του προγράμματός τους.
Τώρα σιωπή.
'Αλλωστ' ένας ποιητής ήτανε μόνο!

             Μια Εικόνα

Ήρθες ξανά, μέσα στην 'Aνοιξη που τρέμει,
να συνεπάρεις την οδύνη
με το τραγούδι, το λαγούτο.
Ήλθες, όταν έπεφτε η νύχτα
το σώμα σου ήταν η φύση
θρόιζε και ψιθύριζε ήχους γλυκούς.
Κι η 'Aγια Κοινωνία των φιλιών σου
Πάντα γλυκιά, σεπτή, σπιτίσια.

             Πηλός

Μου 'πες για τις πορτοκαλιές
κι εγώ σου χάρισ' ανεμώνα.
Μύρισες, στέναξες βαθιά
κι εγώ σου χάρισα στεφάνι.
Κρύφτηκε ο ήλιος στα βουνά
κι όλα τα φώτα έχω ανάψει.
Μου 'πες «φοβάμαι μην χαθείς
μέσα στη δίνη των ανθρώπων
»
κι εγώ σου χάρισα πηλό
για να πλαστούμε απ' την αρχή.
                                                          

Έκλεισα Την Ελλάδα

Έκλεισα την Ελλάδα
μες στην θύμηση
και βόγκηξα
από γλυκεία λαχτάρα.
Τούτος ο τόπος
φλέβα χρυσού μοσχομύριστη
ετούτ' η μικρή
στον χάρτη κουκκίδα,
των λιόφωτων μαρμάρων
της χαράς, της στητής
πελαγίσιας αξιοπρέπειας.

Έκλεισα την Ελλάδα
μες στην ψυχή μου και
πετάρισε.
Τούτο τ' ανθοστόλιστο
κομμάτι νοσταλγώ
που 'δωσε άπλετο φως
στις τέσσερις γωνιές του κόσμου
που 'δωσε σαν κρυφό σχολειό
τις πρώτες μάθησης χαρές.

Έκλεισα την Ελλάδα
σαν μια χούφτα νυχτολούλουδα
και φώτισε ο Παρθενώνας.
Στην Πάρο, στην Σύρο,
στην Σαντορίνη
μύρισα τον αλμυρό αέρα
και ποντίστηκε η σκέψη.
Στην Ρόδο, στην Ανάφη,
στα Κουφονήσια
άπλωσα την μαβιά μου ψάθα
κι ελκύστηκα με το χρώμα
των γαλανόλευκων σπιτιών.
Στην Σπάρτη
έψαξα μες στις σκιές τον Λεωνίδα,
μήπως ξηγήσει κάπου την σημερινή μας μοίρα.
Στην Μακεδονία την ιοστέφανη
βρήκα τους τάφους του γονιού του μέγα στρατηλάτη
που κάποτε ο Ανδρόνικος είχε ξεθάψει.
Στα σύνορα βρήκα τους ακρίτες,
τους Διγενήδες της περηφάνιας`
ήπια κρασί μαζί τους και περήφανος ένιωσα
για τούτους, κι ασφαλής, και δυνατός.
Κατέβηκα νοτιότερα
κι είδα του Ατρέα τον περήφανο τάφο
να χαμογελά στην χρυσίζουσα
αύρα
αλλοτινών χρόνων,
των Θερμοπυλών
και των Πλαταιών τις περήφανες τοποθεσίες.

Έκλεισα την Ελλάδα σε δυο δάφνες
και την ζέστανα.
Μέσα στο δάκρυ των ματιών,
στην ήρεμη, αλώβητη ομορφιά
το μυαλό, η ψυχή παν' αλλού
ίσως και στις αλησμόνητες πατρίδες.

Κουνώ την γαλανόλευκη!

 Ύμνος Στην Αυγή

Όμορφη αυγή
στο φτεροφόρο σου άρμα
οι κόσμοι ανοίγονται:
χρώματα χίλια
και της ψυχής ροδομάγουλοι άγγελοι.
Μισόγυμνες γυναίκες
σε περιβάλλουν μ' ένα τρέμουλο ψυχής,
σε προσμένουν μ' ένα μούδιασμα στα κάτω άκρα.
Πιασμένα χέρι-χέρι
τα παιδιά
εσένα την αραχνοΰφαντη
δοξάζουν.

Όμορφη αυγή
των απαλών σύγνεφων,
των δυνατών των αισθημάτων
και της ανοιχτωσιάς τ' ουρανού!
Έχεις δροσούλα δυνατή
κ' η γλύκα σου
αχ, λίγωσε κι εμένα.

                  Ερωτικό
                                 (Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό "Νέα Αριάδνη")

Είσαι μια όαση στην έρημο του κόσμου
και μια φλογίτσα που φωτίζει στο σκοτάδι,
έχεις μια γεύση και μια οσμή δροσάτου δυόσμου
και στην δική μου την ψυχή δίνεις το χάδι
έλα κοντά μου ένα βράδυ!

Εισ' ένα όμορφο της 'Ανοιξης λουλούδι
και μια ευχή που τις κατάρες αποδιώχνει,
τώρα για σένα τραγουδώ γλυκό τραγούδι
και σαν θα φύγεις τούτο θα μείνει να μας σώνει
διώξε της σκέψης μου το χιόνι!

                     Ποιητική

Κανοναρχώ τα γύρω μου ερεθίσματα
και ψάχνω στο βαθύ το κόκκινο του ηλιοβασιλέματος.
Ζω στην αλήθεια ενός τεράστιου ψέματος
που με γεμίζει ματαιόδοξα αισθήματα

κανείς δεν έζησε απ' τα ποιήματα!

Εξουσιάζω τις λεξούλες μα η Μούσα μου
έρχεται, φεύγει δε γνωρίζω τα πολλά τερτίπια της.
Βγαίνω στα μπαρ, στη νύχτα και τα καρδιοχτύπια της
γυρνώ στο σπίτι μόνη σύντροφος η Μούσα μου

στης μοναξιάς τα χίλια λούσα μου!

 Κοσμοχαλασιά

Κάπου
μεσάνυχτα.
Μικρό νιαούρισμα
ακούστηκε
κι έπειτα γάβγισμα
κι έπειτα βόγγος.

Κάποιοι νόμισαν
πως ήρθε η συντέλεια του κόσμου.

Ήταν, απλώς, βροχή!

    Αναζήτηση φωτός

Ρώτησα τη ζωή μας που τη πήγαιναν.
Ρώτησα την αγάπη πως την αφόπλισαν.
Ρώτησα τους στεναγμούς των δέντρων-
στις φυλλωσιές τους αλήθειες κρύβονται.
Ρώτησα τους ανθούς της 'Aνοιξης.
Ρώτησα το νωπό απ' τη βροχή χώμα
και την όμορφη μυρωδιά του.

Ρώτησα τη νύχτα πριν γίνει μέρα.
Ρώτησα τη μέρα πριν γίνει νύχτα.
Ρώτησα τον εφήμερο πόθο και τη χαρά που δεν έρχεται.
Ρώτησα τα φιλιά που μας δαγκώνουν.
Ρώτησα την άψογη καθαρότητα της οδύνης.
Ρώτησα την τέλεια θαμπάδα της ευτυχίας.
Ρώτησα σε σοκάκια,
πλατείες,
σταθμούς,
γυναίκες,
άντρες,
παιδιά...

Ρώτησα: -"Καλά πάμε για το φως";
Κι ακούστηκε φωνή απ' το σκοτάδι:
-"Ποιο φως; Αυτό που σβήσανε";

Ρώτησα πάλι: -"Καλά πάμε για τη ζωή":
Ακούστηκε η φωνή απ' το σκοτάδι:
-"Ποια ζωή; Αυτή, την άλλη που μας έταζαν";

Κι ήταν φανερά, στο τόνο της φωνής,
ο εμπαιγμός κι η πίκρα.

Ήλθες Χελιδόνι ('Aνοιξη μ. Χ.)

«Ήλθ', ήλθε χελιδών
καλάς ώρας άγουσα
καλούς ενιαυτούς
επί γαστέρα λευκά
κάπι νώτα μέλαινα

-Αρχαίο ροδίτικο τραγούδι-

Ήλθες, ήλθες χελιδόνι
μ' ακόμα έχει χιόνια
στις βουνοκορφές.

Ήλθες, ήλθες  χελιδόνι
ακόμα ο παγετός
δε λέει να φύγει:
απ' τους δρόμους, τα σπίτια,
τις καρδιές των ανθρώπων.

Ήλθες, ήλθες χελιδόνι.
Στην γαστέρα σου έφερες
γλυκερή ελπίδα, φωτοδότρα
μα πως ξέφτισε,
άργησε πολύ.

Αισθήσεις  χειμωνιάτικες, μαραζωμένες.
Πεδιάδες κοκαλωμένες,
κάτασπρες σαν τα μαλλιά μας
κουνούν την παντιέρα της απουσίας,
αποδιώχνουν το γαλάζιο των ματιών
εγκιβωτίζουν τον περίπατο της 'Aνοιξης.
Κρινάκια κάνουνε ν' ανθίσουν
μα σιγοτρέμουν και πικρά το μετανιώνουν

Χιόνι, λοιπόν,
κι αλάλητη φθορά,
περιφορά
ανοιξιάτικων
επιταφίων.

Ήλθες, ήλθες χελιδόνι
Μονάχα πετρέλαιο και καπνός
μονάχα σήψη, ερειπιώνες και λάσπη.

Πρόσωπα πελιδνά!

Ήλθες, ήλθες χελιδόνι
κι ακόμα τα μάτια
χιόνι χιόνι χιόνι,
δάκρυ,
χιόνι χιόνι, παγετός
κρύσταλλο, καπνοί ακόμα.
στις καμινάδες,
λευκό λευκό λευκό,
χιονοστιβάδα πίκρας,
χιόνι χιόνι οδύνη,
παγωμένες ανάσες,
λίκνισμα βοών ενός άλλου κόσμου.
Τέλος.

   Ο θίασος
                              «...κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις
                                           -Κωνσταντίνος Π. Καβάφης-

Ο θίασoς ο αόρατος
ξανακούστηκε να περνά
κι εμείς
-σαν έτοιμοι από καιρο,
σαν θαρραλέοι-
ανεβάζουμε το σεντόνι
ως τα μάτια!

  Χορός

Χορεύεις πάνω σε ύφαλο μεγάλο.
Ξεπετάγεσαι,
με μιαν ανάσα,
από υπόγεια σκονισμένα και βρίσκεσαι
σε δροσερά παλάτια.
Απρόβλεπτη φαίνεσαι,
ο καιρός δεν σ'ορίζει.
Η μοίρα σου μ' όνειρο ανδρειωμένο μοιάζει.
Πιστεύω σ' αυτήν, πιστεύω κι εσένα.
Δύο μέρες έμειν' άγρυπνος
για να βλέπω το ιδρωμένο σώμα σου.
Δύο μέρες κι ακόμα ρουφώ.
Δύο μέρες
κι ακόμα ζωντανεύω αυτό το λίγο που 'μεινε,
σ' ετούτη τη ζωή.
Τα λυτά μαλλιά σου φυγή μεγάλη για μένα.
Ο ιδρώτας σου φέγγει στο λυτό σου κορμί.
Χορεύεις ένα χορό που μιλάει:
μου λέει πολλά, πράγματα σκέτα, πληγωτικά.

Και τώρα, φεύγω ξανά.
Αγάπη αντίο. Σου άξιζε.
'Aξιζε μια τέτοια κατηφόρα,
άξιζ' ένα τέτοιο ξενύχτι.
Αντίο.

 

 

Created by Naftilos - Hosted by Epaggelmaties.gr