Αγράμματοι πτυχιούχοι
K. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ
Ηανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα βρίσκεται στα πρόθυρα αλλαγών. H κυβέρνηση
έχει εξαγγείλει ήδη την πρόθεσή της να τροποποιήσει τις ισχύουσες νομοθετικές
ρυθμίσεις για τα υφιστάμενα δημόσια AEI, ενώ διαφαίνεται μεγάλη πιθανότητα να
υπάρξει συμφωνία των δύο μεγαλύτερων κομμάτων ώστε στην επικείμενη
συνταγματική αναθεώρηση να καταργηθεί η απαγόρευση των ιδιωτικών
πανεπιστημίων. Το ζητούμενο όμως είναι κατά πόσον όλα αυτά θα συμβάλουν στη
βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης, η οποία, κατά κοινή
ομολογία, δεν είναι η καλύτερη δυνατή.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης είναι ο υπερβολικός
αριθμός φοιτητών, σε σχέση τόσο με τις δυνατότητες υποδοχής τους εκ μέρους των
AEI όσο και με τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας σε
πτυχιούχους. Τούτο συνεπάγεται ότι οι φοιτητές έχουν μειωμένα κίνητρα να
ασχοληθούν εντατικά με τις σπουδές τους, αφού γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι το
πτυχίο (και πολύ περισσότερο ο βαθμός του) αποτελεί περιορισμένης αξίας
«ανταγωνιστικό πλεονέκτημα» για τη μετέπειτα επαγγελματική τους σταδιοδρομία.
H κατάσταση επιδεινώνεται εξαιτίας της χαρακτηριστικής χαλαρότητας των
διατάξεων των σχετικών με τις εξετάσεις και τη διάρκεια των σπουδών.
Απεριόριστη διάρκεια σπουδών και απεριόριστη ευχέρεια επανάληψης εξετάσεων στο
ίδιο μάθημα, όπως ισχύει στην Ελλάδα, δεν συνιστούν μόνο παγκόσμια πρωτοτυπία
αλλά και συνταγή για την εξασφάλιση τελικά σημαντικού ποσοστού αγράμματων
πτυχιούχων.
* Εκλογή και αξιολόγηση
Ελλειψη κινήτρων παρατηρείται όμως και ως προς το διδακτικό-ερευνητικό
προσωπικό, το οποίο είναι από τα χειρότερα αμειβόμενα στον ευρωπαϊκό χώρο,
ακόμη και σε σύγκριση με κράτη κοντά στο βιοτικό επίπεδο της Ελλάδας (π.χ.,
Κύπρος). Είναι άρα αναμενόμενο πολλά από τα μέλη του να στρέφονται και προς
άλλες, παράπλευρες δραστηριότητες. Και εδώ εξάλλου τα πράγματα χειροτερεύουν
εξαιτίας των νομοθετικών ρυθμίσεων για την επιλογή και εξέλιξη του προσωπικού
αυτού, που δεν διασφαλίζουν την αξιοκρατία αλλά αντίθετα προωθούν τον
συντεχνιασμό και/ή τον φατριασμό. Τα εκλεκτορικά σώματα συνήθως αποτελούνται
από μέλη του ίδιου πανεπιστημιακού τμήματος, τα περισσότερα με μικρή ή
ελάχιστη σχέση με το γνωστικό αντικείμενο για το οποίο λαμβάνει χώρα η
εκάστοτε κρίση. Ετσι συχνά οι εκλέκτορες έχουν καλύτερη γνώση για το πρόσωπο
παρά για το έργο των υποψηφίων, με ό,τι συνεπάγεται τούτο.
H λύση πάντως δεν είναι η κατάργηση της «εξέλιξης» των πανεπιστημιακών προς
τις ανώτερες βαθμίδες, με την επιστροφή στο οιονεί φεουδαρχικό σύστημα της
μιας και μόνης καθηγητικής έδρας, όπως φημολογείται ότι θα συμβεί. Κάτι τέτοιο
θα οδηγούσε στην εξάλειψη του μοναδικού ουσιαστικά κινήτρου επιστημονικής
έρευνας για το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού και άρα στην περαιτέρω
υποβάθμιση των πανεπιστημίων μας. H λύση είναι η συγκρότηση εκλεκτορικών
σωμάτων από ειδικούς, προερχόμενους από πλειάδα πανεπιστημιακών τμημάτων, στη
βάση προκαθορισμένων και διαφανών κριτηρίων, και παράλληλα η καθιέρωση
συστήματος διαρκούς αξιολόγησης κάθε διδάσκοντα, ενδεχομένως σε κάποια
συσχέτιση και με τις αποδοχές του.
* Υποδομές και επιλογές
Ειδικότερο πρόβλημα αποτελεί η δωρεάν διανομή συγγραμμάτων, και μάλιστα ενός
σε κάθε μάθημα, το οποίο συνήθως καλούνται να απομνημονεύσουν οι φοιτητές
χωρίς περιθώρια κριτικής σκέψης. Ούτε και εδώ όμως η φημολογούμενη κατάργηση
των διανομών και η παραπομπή των φοιτητών στις, έτσι ή αλλιώς ανεπαρκείς σε
χώρους και υποδομές, πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες αποτελεί λύση. Τούτο θα
κατέληγε απλώς και μόνο στην περίπου αναγκαστική αγορά τού ως τώρα
διανεμόμενου συγγράμματος, σε βάρος της «δωρεάν» παιδείας. Αντίθετα, θα έπρεπε
το εξεταστικό σύστημα να οργανωθεί (ενδεχομένως σε συνεργασία όλων των
ομοειδών πανεπιστημιακών τμημάτων) έτσι ώστε τα θέματα να μπορούν να
απαντηθούν από περισσότερα του ενός συγγράμματα και να χορηγούνται δωρεάν από
το κράτος δελτία αγοράς βιβλίων στους φοιτητές, ώστε οι τελευταίοι να έχουν τη
δυνατότητα επιλογής.
Οσο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, το μόνο βέβαιον είναι ότι η τυχόν ίδρυσή
τους δεν πρόκειται να λύσει από μόνη της κανένα πρόβλημα. Εάν η πολιτική
εξουσία είναι διατεθειμένη να αναλάβει το πολιτικό και οικονομικό κόστος της
αναβάθμισης τω δημόσιων πανεπιστημίων, τότε ο ανταγωνισμός τους με τα ιδιωτικά
ίσως αποδειχθεί επωφελής για αμφότερα. Εάν αντίθετα διαιωνισθεί η σημερινή
κατάσταση των δημόσιων πανεπιστημίων και τα μελλοντικά ιδιωτικά αφεθούν να
λειτουργήσουν με κερδοσκοπικά κριτήρια, τότε το μόνο αποτέλεσμα της
«ιδιωτικοποίησης» θα είναι πληθωρισμός πτυχίων χωρίς αντίκρισμα.
Ο κ. Κώστας X. Χρυσόγονος είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.