Πεζά

Ποίηση

Παραμύθια

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Ο Dali & Εγώ

Διαδικτύου

Εκδοθέντες

Κλασσικά

Λαογραφικά

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Λογο-Παίγνια

Σχόλια/Επικοινωνία

Φανταστικό

Ερωτική Λογοτεχνία

Γλυπτική

 
 

Κλασσικά 

Ibsen Henrik Johan: Πρωτομάστορας Ψυχής Δραματουργός

 



                                                      Βιογραφικό

     Σ' όλη την ιστορία της Λογοτεχνίας, βρίσκει κανείς ελάχιστες προσωπικότητες της ιδιοφυΐας του. Στη κυριολεξία η ζωή του ολάκερη κι η ενεργητικότητά του ήταν αφιερωμένη στο θέατρο. Η προσφορά του, πικρή μα και λυτρωτική, άλλαξε τη πορεία των βημάτων στο σανίδι. Ένας από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς της νεότερης ιστορίας, ο άνθρωπος που ανέτρεψε κανόνες κι έθιμα δεκαετιών στο θέατρο, ο συγγραφέας που κάποτε είπε: «Με μεγάλη ευχαρίστηση θα τορπίλιζα τη Κιβωτό του Νώε». Στα νιάτα του ήταν ανικανοποίητος από τα πάντα. Σκανδάλισε πάρα πολύ με τα έργα του, την εποχή του. Αργότερα, έψαχνε μάταια να βρει θεατρική φόρμα που να του ταιριάζει. Κι επειδή δε βρήκε καμιά, δημιούργησε μια μόνος του για τον εαυτό του.
     Ο Ερρίκος Iωάννης Ίψεν, -απόγονος μιας από τις παλαιότερες και πιο διακεκριμένες οικογένειες, μαζί με την οικογένεια Paus-, γεννήθηκε 20 Μάρτη 1828 στο Σκιεν (Skien, χωριό παραθαλάσσιο με ιδιαίτερην έμφαση στο εμπόριο ξυλείας) της Νορβηγίας, απ' όπου λίγα χρόνια αργότερα (στα 8 του) μετακομίζουνε λόγω της χρεωκοπίας του πατέρα Κνουντ (Knud Ibsen & μητέρα η Μάριχεν 'Αλντενμπουργκ = Marichen Altenburg, αρχικά εύπορη οικογένεια), πράμα που οδηγεί τα μέλη της οικογένειας σε αποξένωση. Μετά τη γέννησή του, φαίνεται πως η τύχη γύρισε τη πλάτη στην οικογένεια. Η μητέρα το γύρισε στη θρησκεία, απογοητευμένη από τα εγκόσμια κι ο πατέρας έπαθε κατάθλιψη από την εμπορική αποτυχία.
     Μεγάλωσε λοιπόν δύσκολα και κάτω από πολλές στερήσεις. Το 1844 αφήνει το πατρικό και για να καταφέρει να σπουδάσει Ιατρική, μπαίνει μαθητευόμενος σ' ένα φαρμακείο στο Γκρίμσταντ. Οι ελεύθερές του ώρες ήταν αφιερωμένες στη προετοιμασία για την εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο του Όσλο, όπου ανέπτυξε ισχυρή φιλία με τον ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Bjornstjerne Bjornson. Παράλληλα δοκιμάζει και τα πρώτα του βήματα στο δραματικό θέατρο, δίνοντας στα πρώτα έργα του χαρακτήρα επικό κι άγριο: Οι ήρωές του ψάχνουνε την απόλυτη αλήθεια, αλλά ποτέ δε μπορούσαν να τη βρουν. Αυτή τη περίοδο γράφει το πρώτο του έργο "Κατιλίνας", έμμετρο ιστορικό δράμα εμπνευσμένο από τους αγώνες για ανεξαρτησία που κυριαρχούν στην Ευρώπη. Μετά έγινε θαυμαστής του Σίλερ κι αυτό τον ώθησε να γράψει ιστορικά κι έμμετρα δράματα, έχοντας ως πηγή έμπνευσης τις σκανδιναβικές σάγκα (saga). Αργότερα τον έθελξε η αναμόρφωση του γαλλικού και του γερμανικού θεάτρου. Πίστευε πως η σύγκρουση χαρακτήρων και στάσεων ζωής μες στη κοινωνία μπορεί να δημιουργήσει σύγχρονες τραγωδίες στο θέατρο. Φυσικά, εγκατέλειψε την ιδέα να μπει στην Ιατρική, αφού πρώτα απέτυχε σε μπόλικους διαγωνισμούς εισόδου.
    
Το 1850 εγκαθίσταται στη Χριστιανία (Όσλο) κι εκδίδει με τη βοήθεια των φίλων του τον "Κατιλίνα" με το ψευδώνυμο Μπρίνιολφ Μπιάρμε (Brynjulf Bjarme), στα 22 του μόλις. Το θέατρο της Χριστιανίας ωστόσο αρνείται να παρουσιάσει το έργο του και κάνει τελικά τη εμφάνισή του ως θεατρικός συγγραφέας με το έμμετρο έργο "Ο Τάφος Του Πολεμιστή", που περνά σχεδόν απαρατήρητο. Ένα χρόνο μετά προσλαμβάνεται από το βιολιστή Ole Bull, ως θεατρικός ποιητής, συγγραφέας και σκηνοθέτης στο νεόχτιστο τότε Εθνικό Θέατρο του Μπέργκεν και παραμένει ως το 1857. Εκεί κατάφερε να περάσουν από τα χέρια του, πάνω από 150 θεατρικές παραστάσεις κάθε μορφής, καμμιά δική του, όμως αυτό του πρόσφερε θαυμάσιαν εμπειρία, και τονε βοήθησε πάρα πολύ μελλοντικά. Στα χρόνια που ακολουθούνε ταξιδεύει, διορίζεται διευθυντής του θεάτρου της Χριστιανίας και παντρεύεται το 1858, τη Σουζάνα Τόρεσεν (Suzannah Thoresen), -μορφωμένη γυναίκα με ισχυρή θέληση, που στήριξε το γυναικείο κίνημα της εποχής της κι είχαν αρραβωνιαστεί από το 1856- και κάνουν ένα γιο, τον Σίγκουρντ (Sigurd Henrik Ibsen). Κείνη τη περίοδο γράφει: "Τα Παλληκάρια Του Χέλγκελαντ", "Οι Μνηστήρες Του Θρόνου", "Η Κωμωδία Του Έρωτα". Το 1862, με το τελευταίο μάλιστα έγινε γνωστός ως νέος, πολλά υποσχόμενος θεατρικός συγγραφέας.
     Τ
ο θέατρο της Χριστιανίας όμως χρεωκοπεί κι η οικονομική κατάσταση της οικογένειας Ίψεν επιδεινώνεται. 2 έτη μετά, το κράτος εγκρίνει μικρήν υποτροφία κι αυτός εγκαθίσταται στη Ρώμη για 4 έτη. Ακολουθούν: Δρέσδη, (1868) και Μόναχο (1875). Δεν είχε καταφέρει να κερδίσει στην αρχή της καριέρας του, την αγάπη των συμπατριωτών του. Η ευθύτητα του λόγου του κι η ενασχόλησή του με θέματα που καλύπτονταν από κοινωνική υποκρισία (έρωτας, σχέση των δύο φύλων κ.λπ.) ενόχλησε πολλούς κι έτσι φανερά απογοητευμένος εγκατέλειψε την χώρα του κι έφυγε στο εξωτερικό. Δε γύρισε σ' αυτή παρά μόνον όταν έγινε διάσημος πια συγγραφέας. Ανάμεσα στα έργα του που ξεχωρίζουν και γραφτήκανε κυρίως στο εξωτερικό είναι: "Μπραντ" ( μεγάλη του επιτυχία, που πιστεύεται πως έχει δεχτεί έντονες επιρροές από τη διδασκαλία του Κίρκεργκαρντ = Soren Kierkegaard Δανός φιλόσοφος) "Έντα Γκάμπλερ", "Πέερ Γκυντ", "Βρυκόλακες", "Αγριόπαπια", "Κουκλόσπιτο", "Κυρά Της Θάλασσας", "Εχθρός Του Λαού", "Στηρίγματα Της Κοινωνίας" κ.ά.
     Φαινομενικά, η οικογένεια Ίψεν διάγει ήρεμη ζωή. Ωστόσο, στη ζωή του έχουν εισβάλει διαδοχικά 3 γυναίκες που τον κατακτάνε και σφραγίζουνε το χαρακτήρα του. Η "Έντα Γκάμπλερ" είναι το τελευταίο έργο, που δημοσιεύθηκε όταν ακόμα ζούσε εκτός Νορβηγίας. Δεν είναι βέβαιο πότε συνέλαβε την ιδέα του έργου. Το καλοκαίρι του 1889 βρισκόταν στο Gossensass -ήτανε τελευταία φορά που θα 'μενε σ' αυτό το μικρό χωριό των 'Αλπεων, στο Τυρόλο. Εκεί ήτανε που πρωτοσυνάντησε τη 18χρονη Έμιλι Μπάρντας από τη Βιέννη. Η γνωριμία του μαζί της σύντομα εξελίχθηκε σ' έρωτα -από τη δική του πλευρά- παρόλη τη διαφορά ηλικίας. Εκείνος ήταν 61 ετών κι εκείνη 18. Η σχέση τους διήρκεσε μόλις 2 μήνες, λέγεται ότι παρέμεινε πλατωνική κι οι μόνοι καρποί του, ήταν ίσως η "Έντα" κι ο "Σόλνες". Όταν εκείνη επέστρεψε στη Βιέννη κι αυτός στο Μόναχο, ανταλλάξανε σειρά επιστολών. Σε μια απ' αυτές, με ημερομηνία 7 Οκτωβρη 1889, της γράφει:

  «Μία ιδέα για νέο θεατρικό γεννιέται μέσα μου. Θα το τελειώσω αυτό το χειμώνα και θα προσπαθήσω ν' αποτυπώσω τη χαρούμενη ατμόσφαιρα των καλοκαιρινών διακοπών μας. Αλλά θα καταλήγει στη θλίψη. Το νιώθω. Έτσι είμαι».

     Σ' άλλο γράμμα προς την Έμιλι, στις 19 Νοέμβρη 1889, γράφει:

 
«Είμαι πάρα πολύ απασχολημένος με τη συγγραφή του νέου μου έργου. Κάθομαι στο γραφείο μου σχεδόν ολάκερη τη μέρα. Κάνω μόνον ένα μικρό περίπατο το απόγευμα. Ονειρεύομαι κι ανακαλώ τις αναμνήσεις μου και τότε κάθομαι να γράψω».

     Βάσει μιας επιστολής του, γνωρίζουμε ότι το πρώτο ολοκληρωμένο αντίγραφο του έργου το 'στειλε στον εκδότη του στη Κοπεγχάγη στις 16 Νοεμβρη 1890. Ο αρχικός τίτλος του έργου ήταν "Έντα" αλλά σύντομα το μετονόμασε «Έντα Γκάμπλερ».

  «Μ' αυτό τον τρόπο ήθελα να τονίσω πως η Έντα ως προσωπικότητα είναι η κόρη του πατέρα της, του στρατηγού Γκάμπλερ κι όχι η σύζυγος του άντρα της, του δόκτορα Τέσμαν. Σ' αυτό δε προσπάθησα ιδιαίτερα ν' ασχοληθώ μ' αυτά που θεωρούμε προβλήματα. Βασικός μου σκοπός ήταν να παρουσιάσω πραγματικούς ανθρώπους, με πραγματικές ψυχολογικές διαθέσεις και προθέσεις μέσα σ' ένα συγκεκριμένο πλαίσιο συνθηκών και κοινωνικών επιταγών».

     Ο μεγάλος συγγραφέας σκέπτεται σοβαρά να χωρίσει τη γυναίκα του Σουζάνα και να παντρευτεί την Έμιλι, αλλά δεν της το λέει ποτέ. Συνεχίζουν ν' αλληλογραφούν μέχρι τουλάχιστον το 1889, όταν ο γηραιός πια συγγραφέας αποφασίζει να σταματήσει. Σταματά οριστικά να επικοινωνεί όταν γνωρίζει άλλον ένα μεγάλο έρωτα της ζωής του, τη Χίλντουρ 'Αντερσεν.
     Η "Έντα Γκάμπλερ" ανέβηκε φορά στις 31 Γενάρη 1891 στο ResidenzΤheater του Μονάχου, κι ήτανε παρών στη πρεμιέρα. Λέγεται ότι δεν ήτανε διόλου ευχαριστημένος με την απόδοση της Clare Heese που ερμήνευσε το ρόλο της Έντα. Θεωρούσε πως η ερμηνεία της ήτανε στομφώδης. Οι κριτικές συνηγορούσανε στην άποψή του. Η αποδοχή του κοινού ήταν μικτή, με χειροκροτήματα κι αποδοκιμασίες. Αυτοί που χειροκρότησαν ήτανε σαφώς περισσότεροι, γεγονός που οφείλεται μάλλον στη φυσική παρουσία του εκεί.
     Στον "Εχθρό Του Λαού" ένας έντιμος άνθρωπος, ένας γιατρός ιδεολόγος, λέει δημόσια την αλήθεια, για τον κίνδυνο πανδημίας στη πόλη του και βρίσκει συσπειρωμένο απέναντί του, όλο το σκληρό κατεστημένο των συμφερόντων και της διαπλοκής, καθώς και το αφιονισμένο από τα ψεύδη κοινό. Ο Ίψεν, από απόσταση διαμπερούς βολής, μας κλείνει μελαγχολικά το μάτι και μας ψυχαγωγεί στα οικεία κακά με τη δύναμη και το πάθος της προφητικής δραματουργίας του.
     Στη Χριστιανία, ο πατέρας του ψυχολογικού θεάτρου, επιστρέφει για μόνιμη εγκατάσταση το 1891, έπειτα από 27χρονη διαμονή σε Ιταλία και Γερμανία και τον υποδέχονται πανηγυρικά. Το 1892 τελειώνει έν από τα τελευταία έργα του εκεί, που 'χει έντονο χαρακτήρα αυτοπροσωπογραφίας κι απολογισμού. Ο "Πρωτομάστορας Σόλνες" θεωρείται το έργο του το πιο αυτοβιογραφικό, -ο ίδιος ομολογεί πως ο ήρωας τον αντιπροσωπεύει πιότερο από κάθε άλλο. Στο κείμενό του (αλλά και των περισσότερων έργων του) ρέουνε διάλογοι μ' απλή γλώσσα, αυτή που χρησιμοποιούν άνθρωποι καθημερινοί, άνθρωποι με πάθη. Κάθε φράση αποδίδεται μ' ακρίβεια κι εξυπνάδα, κρύβει μέσα της δραματικά στοιχεία κι ισχυρά μηνύματα, γεμάτα συμβολισμούς κι ένα τολμηρό ρεαλισμό, που αντέχει στο χρόνο. Ακολουθούνται στοιχεία της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, όπως ορίζονται από τον Αριστοτέλη.
     Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Σόλνες, κατατρέχεται από τραγικό στοιχείο που δε θα μπορέσει ν' αποφύγει και θα τον οδηγήσει στη πτώση. Έχει επιβλητική προσωπικότητα, χτίζει εκκλησίες και σπίτια κι έτσι είναι επαγγελματικά καταξιωμένος. Κρύβει αινιγματικό χαρακτήρα που κατέχεται από υπεροψία. Βιώνει το γάμο με τη κα Σόλνες, που όλο και σαπίζει πάνω σε τραγικά γεγονότα του παρελθόντος. Τη ζωή του έρχεται να ταράξει η Χίλντα, (εδώ ουσιαστικά περιγράφει από κάποια απόσταση, τη σχέση του με την Έμιλι), κοπέλα δροσερή, που αντικατοπτρίζει τη δύναμη, τα νιάτα, το θάρρος και την ελευθερία. Στοιχεία που ο Σόλνες στη δύση του κυριευμένος από διάφορες φοβίες, τόσο πολύ χρειάζεται να νιώσει και τα εισπράττει μέσα από κείνη, για να φτάσει στη κορύφωση, στην υπέρτατη ελευθερία και δημιουργία: στη λύτρωση. Η 1η παράσταση του έργου δόθηκε στο Βερολίνο το 1893. Με την επιστροφή στη πατρίδα γράφει άλλα 2 έργα εκτός του "Σόλνες" τα: "Ιωάννης Γαβριήλ Μπόργκμαν" & "Όταν Εμείς Οι Νεκροί Ξυπνήσουμε".
     Στις 23 Μάη 1906 πεθαίνει στο Όσλο, σ' ηλικία 78 ετών, συνεπεία πολλών αιτιών. Όταν η νοσοκόμα είπε σε κάποιον από τους πολλούς επισκέπτες του, πως η πορεία της υγείας του πηγαίνει λιγάκι καλύτερα, ο Ίψεν άφησε να βγεί από τα χείλη του η φράση: "Το αντίθετο!" και ξεψύχησε. Η κηδεία, που παραβρεθήκανε 12.000 άνθρωποι, γίνεται δημοσία δαπάνη. Στο μνήμα στήθηκε μια αξίνα, για να συμβολίζει τον άνθρωπο που 'σκαψε βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή.

  "Η επιστημονική και κοινωνική εξέλιξη είχανε δείξει, από τη μια, τις τεράστιες δημιουργικές ικανότητες του ανθρώπου κι από την άλλη, την εξαφάνιση και τη συντριβή του κάτω από το περιβάλλον, το πλήθος και τις δυνάμεις που ο ίδιος δημιούργησε. Αυτό το δράμα έφερε στο θέατρο ο Ιψεν, οπλίζοντάς το με της ποιητικής και της δραματικής του ιδιοφυΐας την αρματωσιά. Ο Ιψεν δίδαξε ότι το δράμα κι όταν φύγει από τις σφαίρες της έμμετρης ποίησης και του τιτάνιου πάθους, μπορεί να διατηρήσει ποίηση και πάθος, ακόμα κι αν ο στίβος του είναι η τραπεζαρία ή η αυλή του απέναντι γείτονα", έγραψεν ο Μάριος Πλωρίτης.
     Ήταν από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ρεαλιστές δραματουργούς, πατέρας του σύγχρονου ψυχολογικού δράματος, του ερωτικού ιψενικού, τραγικού τριγώνου κι ένας από τους κορυφαίους όλων των εποχών. Πιστεύει πάνω απ' όλα, με φανατισμό στην ατομική ελευθερία. Το σύνολο του έργου του στρέφεται γύρω από δυο πόλους: τη σπουδαιότητα του ατόμου και τη σημασία της αγάπης. Από το πρώτο του έργο, μέχρι το τελευταίο, πολεμά το συμβιβασμό, τις προλήψεις, τη ρηχή κοινωνία κι αγωνίζεται μες από τα θεατρικά του για την απελευθέρωση του ατόμου από τις αλυσίδες του ψεύδους και της συνθηκολόγησης. Η επίδραση που άσκησε στο ευρωπαϊκό θεατρικό στερέωμα υπήρξε κατά γενικήν ομολογία τεράστια. Το στήσιμο των χαρακτήρων γινόταν με απόλυτη συνέπεια, χωρίς σφάλματα ή δραματικές υπερβάσεις. Οι χαρακτήρες μεταλλάσσονται, αλλά υπακούουν σε μια λογική μετάλλαξης, όχι σε αφαιρετική αυθαιρεσία.
     Υπήρξεν ο δραματουργός που επηρέασε, όσο κανείς άλλος, τη δραματουργία του ελληνικού θεάτρου στον 20ο αιώνα τόσο καθοριστικά, όσο οι ΜολιέροςΓκολντόνιΣίλερ και Σέξπιρ τη δραματουργία του 19ου αιώνα. Τη 1η παράσταση των "Βρυκολάκων" του 1894 προλόγισε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο πατέρας του ελληνικού αστικού θεάτρου ιδεών, που ήταν ο γονιμότερος δέκτης της ιψενικής, θεατρικής ιδεολογίας και τεχνικής. Πολλοί Ελληνες συγγραφείς, από τον Ξενόπουλο και τον Νιρβάνα, ως τον Ιάκωβο Καμπανέλλη μολογούνε τις οφειλές τους στον Ίψεν, ενώ οι μεγαλύτεροι Έλληνες πρωταγωνιστές, μεταφραστές και κυρίως σκηνοθέτες ανέβασαν στη σκηνή επανειλημμένα το σύνολο της ιψενικής δραματουργίας, ισορροπώντας μεταξύ της βόρειας και της μεσογειακής αστικής ηθικής.
     Το 2006, στην 100ή επέτειο του θανάτου του, τιμήθηκε η μνήμη του στη Νορβηγία αλλά και σε πολλές άλλες χώρες κι η χρονιά ονομάστηκε "Χρονιά Ίψεν" από τις νορβηγικές αρχές. Το Μάη του 2006 στήθηκε κουκλοθέατρο για τη ζωή του με τίτλο: "Ο Θάνατος Του Μικρού Ίψεν", (The Death Οf Little Ibsen) στο Θέατρο Sanford Meisner της Νέας Υόρκης.

-----------------------------------------------------------------------------------------------

                                          Ρόσμερσχολμ

                                                                                   δράμα σε 4 πράξεις
ΠΡΟΣΩΠΑ

Γιαν Ρόσμερ                     ιδιοκτήτης του Ρόσμερσχολμ, πρώην πάστωρ
Ρεβέκα Γουέστ                 φίλη
Κρολ                                 καθηγητής, γυναικάδελφος του Ρόσμερ
Ούλριχ Βρέντελ &
Πέτερ Μόρτενσγκαρντ    πολιτικά πρόσωπα
κυρία Έλσεθ                     οικονόμος του πύργου

δράμα εκτυλισσόμενο στο Ρόσμερσχολμ, παλιά έπαυλη κοντά σε μικρή πόλη της Νορβηγίας

----------------------------------------------------------------------------------------------

Α' πράξη: (ευρύχωρη αίθουσα, έπιπλα παλιού ρυθμού αλλά κομψά κι αναπαυτικά. Στο τοίχο δεξιά, πολυτελής θερμάστρα κι η πόρτα. Στο βάθος διπλή πόρτα, κύρια είσοδος της κατοικίας. αριστερά παράθυρο με ζαρντινιέρα γεμάτη λουλούδια και φυτά. δίπλα στη θερμάστρα, μεγάλο τραπέζι, καναπές και μερικές πολυθρόνες. στους τοίχους κρεμασμένα πορτρέτα, παλιά και νεότερα, που παριστούν αξιωματικούς και πάστορες ή υπάλληλους με στολή. το παράθυρο ανοιχτό κι η διπλή είσοδος στο βάθος. πίσω διακρίνεται σειρά μεγάλων και γερασμένων δέντρων, που οδηγεί στην αγροικία. είναι βράδυ, ότι έχει δύσει ο ήλιος. η Ρεβέκα κάθεται στον καναπέ και πλέκει ζακέτα, σχεδόν έχει τελειώσει. κρυμμένη από τα λουλούδια της ζαρντινιέρας, ρίχνει ανήσυχα βλέμματα έξω. συγχρόνως μπαίνει από δεξιά η κυρία Έλσεθ).

Eλσ. Η κυρία θέλει να ετοιμάσω το τραπέζι; Είναι ώρα για το δείπνο.
Ρεβ. Ναι. Ο πάστορας δε θ' αργήσει να 'ρθει.
Eλσ. Δεσποινίς γιατί κάθεστε στο ρεύμα; Θέλετε να κλείσω;
Ρεβ. Πράγματι, κλείσε αν θέλεις.
Eλσ. Δεν είναι ο πάστορας αυτός που 'ρχεται;
Ρεβ. Από πού; Ναι... αυτός είναι. Απομακρύνσου, δε πρέπει να μας δει.
Eλσ. Φανταστείτε λοιπόν δεσποινίς, αρχίζει πάλι να 'ρχεται από το δρόμο του μύλου.
Ρεβ. Ναι. Και προχτές από κει ήρθε. Να δούμε τώρα...
Eλσ. Θα περάσει από τη μικρή γέφυρα;
Ρεβ. Αυτό ακριβώς θέλω να δω. Όχι. Να... στρίβει όπως προχτές και πάει κατά μήκος του ρεύματος. (απομακρύνεται από το παράθυρο). Κάνει μεγάλο γύρο...
Eλσ. Θεέ μου, ναι. Καταλαβαίνω πως τονε στεναχωρεί πολύ να περάσει από κείνο το πέρασμα, που συνέβη το ατύχημα...
Ρεβ. Δεν αποχωρίζονται εύκολα από τους νεκρούς τους, εδώ στο Ρόσμερσχολμ.
Eλσ. Όσο γι' αυτό... πιστεύω δεσποινίς πως οι νεκροί του δεν αποχωρίζονται έτσι εύκολα το Ρόσμερσχολμ...
Ρεβ. Οι νεκροί;
Eλσ. Θα μπορούσε κανείς να πει, ότι τους κάνει κόπος να χωρίζουν εντελώς απ' όσους αφήνουνε ξοπίσω τους.
Ρεβ. Τί σε κάνει να πιστεύεις κάτι τέτοιο;
Eλσ. Μα αν δεν ήταν αυτό, δε θα 'βλεπε κανείς κείνο το λευκό άλογο να περνά...
Ρεβ. Αλήθεια κυρία Έλσεθ, τί είναι λοιπόν αυτό με το λευκό άλογο;
Eλσ. Γιατί να μιλάμε γι' αυτά τα πράματα; Σεις όπως ξέρω, δε πιστεύετε σε τέτοια.
Ρεβ. Κι εσύ;
Eλσ. Ω, δε θέλω η δεσποινίς να με περιγελά... (κοιτά από το παράθυρο). Αλλ' αυτός που 'ρχεται δεν είναι ο πάστορας... να! κείνος κει κάτω, που μας έρχεται...
Ρεβ. Αυτός εκεί κάτω είναι... (πλησιάζει στο παράθυρο). αν δε κάνω λάθος... είναι ο καθηγητής Κρολ.
Ελσ. Αλήθεια, αυτός είναι.
Ρεβ. Να δεις που 'ρχεται δω. Α! είμαι πολύ ευχαριστημένη γι' αυτό.
Ελσ. Δε πολυστεναχωριέται ο κύριος καθηγητής. Αυτός που 'ταν αδελφός της, περνά τη μικρή γέφυρα, χωρίς δισταγμό... Ας είναι... πρέπει να πάω να ετοιμάσω το τραπέζι. Δεν είναι ώρα δεσποινίς; (βγαίνει).
Ρεβ. (μένει λίγο στο παράθυρο. χαμογελά, κουνά το χέρι και νεύει με το κεφάλι, ενώ σκοτεινιάζει. μισανοίγει την είσοδο). Ε λοιπόν κυρία Έλσεθ να προσθέσεις απόψε κάτι σπέσιαλ για το κύριο καθηγητή.
Ελσ. (απέξω). Πολύ καλά δεσποινίς, θα φροντίσω.
Ρεβ. (ανοίγοντας τη κεντρική είσοδο). Επιτέλους αγαπητέ καθηγητή, καλώς ορίσατε.
Κρολ. Δεν ενοχλώ ε;
Ρεβ. Σεις; Μα δε ντρέπεστε που...
Κρολ. Πάντα περιποιητική, ευγενική και φιλόφρων... Ο Ρόσμερ είναι πάνω;
Ρεβ. Όχι. Έχει βγει να περπατήσει λιγάκι. Συνήθως επιστρέφει νωρίτερα. Δε θ' αργήσει όμως. Καθίστε όμως, παρακαλώ. (του δείχνει το μεγάλο καναπέ).
Κρολ. Ευχαριστώ. Πόσο κομψή κι ωραία έγινε τούτη η παλιά αίθουσα... 'Ανθη παντού!
Ρεβ. Ο Ρόσμερ λατρεύει τα λουλούδια. Θέλει πάντα να 'χει γύρω του λουλούδια.
Κρολ. Κι εσείς το ίδιο θαρρώ.
Ρεβ. Ναι! Μας μεθάνε τόσο ηδονικά! Άλλοτε δε μπορούσαμε να 'χουμε αυτή την ευχαρίστηση.
Κρολ. Η καημένη η Ευτυχία δε μπορούσε να υποφέρει τη μυρωδιά τους.
Ρεβ. Μήτε τη λαμπρότητά τους. Ταραζότανε πάντα όταν έβλεπε λουλούδια.
Κρολ. Το θυμάμαι. Λοιπόν, πώς τα περνάτε δω;
Ρεβ. Ησυχία τάξη κι ασφάλεια. Οι μέρες μας μοιάζουνε μονότονα, η μια με την άλλη. Εσείς; Η σύζυγός σας;
Κρολ. Δεσποινίς Γουέστ, ας μιλάμε για τα δικά μου, σε κάθε οικογένεια άλλωστε υπάρχει και κάτι φάλτσο. Ειδικά στην εποχή που ζούμε.
Ρεβ. (μετά μικρή σιγή, κάθεται σε μια πολυθρόνα). Γιατί δε περάσατε διόλου να μας δείτε τώρα στις διακοπές;
Κρολ. Δε θέλω να 'μαι ενοχλητικός.
Ρεβ. Αν ξέρατε πόσο σας αναζητήσαμε...
Κρολ. Έπειτα ήμουνα σε ταξίδι.
Ρεβ. Ναι, για δυο βδομάδες. Πήγατε νομίζω, να παρακολουθήσετε πολιτικές συγκεντρώσεις.
Κρολ. Ναι; Τί λέτε; Φανταστήκατε πως τώρα στα γεράματα θα στραφώ στη πολιτική;
Ρεβ. (χαμογελαστή). Αγαπητέ μου, είχατε πάντα ενδιαφέρον για τη πολιτική.
Κρολ. Έστω. Ναι. Για την ευχαρίστησή μου. Αλλά στο μέλλον η ανάμιξη μου θα 'ναι πιο σοβαρή, σας τ' ορκίζομαι. Διαβάσατε ποτέ αυτές τις ριζοσπαστικές φυλλάδες;
Ρεβ. Φίλε μου κύριε καθηγητή, δε μπορώ ν' αρνηθώ πως...
Κρολ. Αγαπητή δεσποινίς, δεν είναι ανάγκη να δικαιολογηθείτε. Για σας η ανάγνωσή τους δε μπορεί να 'χει συνέπεις.
Ρεβ. Έτσι δεν είναι; Έχω βέβαια το δικαίωμα να ενημερώνομαι...
Κρολ. Θεέ μου, επιτέλους δε μπορώ να 'χω απαιτήσεις από μια γυναίκα, να λάβει ενεργό μέρος στους πολιτικούς αγώνες ή καλύτερα, στους εμφύλιους σχεδόν, αγώνες, που μαστίζουνε τη χώρα μας. Είδατε λοιπόν πως αυτοί οι κύριοι, οι λεγόμενοι... λαϊκοί, επιτεθήκανε στον κλήρο; Είδατε πως τα βάλανε και μαζί μου;
Ρεβ. Ναι. Αλλά θαρρώ πως αποκρούσατε επιδέξια τις προσβολές.
Κρολ. Αλήθεια είναι. Μπορώ να το καυχηθώ. Τώρα θα δουν ότι δεν είμαι απ' αυτούς που υποκύπτουν. Αλλ' όχι παρακαλώ, ας μη μιλήσουμε σήμερα γι' αυτό το θλιβερό ζήτημα.
Ρεβ. Καλά. Ας μη μιλήσουμε άλλο γι' αυτό.
Κρολ. Πείτε μου καλύτερα, πως περνάτε δω στο Ρόσμερσχολμ, απ' όταν μείνατε μόνη... από τότε που η δυστυχισμένη Ευτυχία...
Ρεβ. Ευχαρίστως. Περνώ πολύ καλά. Αναμφίβολα ο θάνατός της άφησε δω μέσα, πολλά κενά και πολλή θλίψη. Αλλά...
Κρολ. Και σχεδιάζετε να μείνετε δω; Θέλω να πω... να μείνετε οριστικά;
Ρεβ. Αγαπητέ μου κύριε Κρολ, δεν αποφάσισα ακόμα. Αλλά θαρρώ πως ανήκω σχεδόν σε τούτο το σπίτι του Ρόσμερ, τόσο που το συνήθισα.
Κρολ. Το πιστεύω.
Ρεβ. Κι εφόσον ο κύριος Ρόσμερ βρίσκει την εδώ παρουσία μου ευχάριστη και χρήσιμη, ε... να σας πω την αλήθεια, υποθέτω πως ... θα 'θελα να μείνω δω.
Κρολ. Ξέρετε πως υπάρχει μεγαλείο στη ζωή της γυναίκας εκείνης που θυσιάζει τα νιάτα της για την ευχαρίστηση των άλλων...
Ρεβ. Θεέ μου, τί άλλο ενδιαφέρον μπορεί να παρουσιάσει σε μένα η ζωή;
Κρολ. Καταρχήν αφοσιωθήκατε στο θετό πατέρα σας, που ήτανε παραλυτικός και που ο κακότροπος χαρακτήρας του...
Ρεβ. Ω! δε πρέπει να πιστεύετε πως ο Δρ Γουέστ ήτανε τόσο κακότροπος, όταν μέναμε στο Φίνμαρκ. Εκείνα τα φοβερά θαλασσινά ταξίδια τονε τσακίσανε κατόπιν. Όταν εγκατασταθήκαμε δω, περάσαμε μερικά ...δύσκολα χρόνια. Τελικά έφτασε ο έρμος στο τέρμα των βασάνων του.
Κρολ. Και τα χρόνια που ακολουθήσαν μετά θα 'τανε χειρότερα για σας!...
Ρεβ. Ω! πώς μπορείτε να υποθέσετε κάτι τέτοιο. Ήμουνα τόσο τρυφερά αφοσιωμένη στην Ευτυχία! Κι εκείνη η δύστυχη αισθανότανε τόσο ζωηρά την ανάγκη να περιτριγυρίζεται από ανθρώπους που να μπορούν να τη φροντίζουνε και να τη περιποιούνται...
Κρολ. Ο Θεός να σας ανταμείψει για την επιεική ανάμνηση που διατηρείτε για κείνη.
Ρεβ. (πλησιάζοντάς τονε λίγο). Από την ειλικρίνεια και την εγκαρδιότητα που μου λέτε τούτα, κύριε Κρολ, τολμώ να συμπεράνω πως δε νιώθετε καμιά δυσαρέσκεια εναντίον μου.
Κρολ. Δυσαρέσκεια; Τί θέλετε να πείτε;
Ρεβ. Δε σας είναι δυσάρεστη η παρουσία μιας άλλης που διευθύνει πλέον το σπίτι του Ρόσμερ;
Κρολ. Μα πώς μπορέσατε να...
Ρεβ. Λοιπόν δεν έχετε τέτοια δυσάρεστη εντύπωση; (του δίνει το χέρι της). Ευχαριστώ αγαπητέ καθηγητά, ευχαριστώ, ευχαριστώ.
Κρολ. Μα πώς μπορέσατε να σκεφτείτε κάτι τέτοιο;
Ρεβ. Αραιώσατε τις επισκέψεις σας κι έτσι μου πέρασε από το νου ο φόβος ότι...
Κρολ. Αλήθεια δεσποινίς Γουέστ, γελαστήκατε τελείως. Εξάλλου δεν έγινε δα και καμιά καινοτομία δω μέσα. Σεις πάντα και μόνη σας διευθύνατε το σπίτι και τα πριν θλιβερά χρόνια, πριν το θάνατο της δύστυχης Ευτυχίας.
Ρεβ. Αλλα μόνον σαν αναπληρώτρια κι επ' ονόματί της.
Κρολ. Οπωσδήποτε, δις Γουέστ, γνωρίζετε πως όσον αφορά σε μένα, δεν έχω να κάνω καμιά παρατήρηση, αν... αλλά μάλλον αυτό είναι ζήτημα που δε πρέπει να θίξουμε.
Ρεβ. Τί θέλετε να πείτε;
Κρολ. Αν ήτανε δυνατό να γίνει... να πάρετε σεις τη θέση... τη χηρεύουσα θέση...
Ρεβ. Έχω ακριβώς τη θέση, που επιθυμώ να 'χω, κύριε καθηγητά.
Κρολ. Όσον αφορά στην εργασία ναι, αλλά πρόκειται περί...
Ρεβ. (τονε διακόπτει πολύ σοβαρή). Θα 'πρεπε να ντρέπεστε να μου μιλάτε κατ' αυτό τον τρόπο, κύριε Κρολ.
Κρολ. Βέβαια, η πείρα που διαθέτει ο καλός μας Ρόσμερ για το γάμο, του 'ναι αρκετή για να... Κι όμως...
Ρεβ. Το ξέρετε πως σχεδόν με κάνετε να γελώ;
Κρολ. ...κι όμως, επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω δεσποινίς, χωρίς να σας φανώ πολύ αδιάκριτος. Πόσων ετών είστε;
Ρεβ. Ντρέπομαι να το μολογήσω κύριε Κρολ: Είμαι εικοσιεννιά και πατώ γερά στα τριάντα πλέον.
Κρολ. Καλά. Κι ο Ρόσμερ είναι ...πόσο; Στάσου... είναι πέντε χρόνια μικρότερός μου, άρα είναι σαραντατριών. Οι ηλικίες σας ταιριάζουνε θαυμάσια.
Ρεβ. (ερεθισμένα). Πώς είπατε; Θαυμάσια; Θα πιείτε μαζί μας τσάι;
Κρολ. Και βέβαια. Λογαριάζω να εγκατασταθώ εδώ, επειδή έχω να κουβεντιάσω με το φίλο μας. Κι εξάλλου δεσποινίς Γουέστ, για να μη σας μπαίνουνε ξανά αλλόκοτες ιδέες, θα 'ρχομαι συχνότατα, όπως ποτέ άλλοτε...
Ρεβ. Ω ναι. Το δίχως άλλο, θα 'ρχεστε; (του ξανασφίγγει το χέρι). Ευχαριστώ, είστε πάντα πολύ ευγενικός.
Κρολ. Αλήθεια; Τούτο όμως δε το παραδέχονται στο σπίτι μου.
Ρεβ. Κύριε Ρόσμερ, δείτε ποιός είναι δω!
Ροσ. Η κυρία Έλσεθ μου 'πε ήδη το μαντάτο. Καλώς μας ήρθες πάλι δω φίλε μου
Κρολ. (βάζει το δεξί του χέρι στον ώμο του Κρολ, κοιτάζοντάς τονε στα μάτια). Αγαπητέ μου, παλιόφιλε. Το 'ξερα καλά, πως αργά ή γρήγορα θα 'ρχόσουν να μας ξαναβρείς.
Κρολ. Μα τί λοιπόν, μη μου πεις πως κι εσύ φαντάστηκες περιέργως πως υπήρχε κάποια ψυχρότητα μεταξύ μας;
Ρεβ. Φανταστείτε λοιπόν κύριε Ρόσμερ, πως ήταν αβάσιμη εικασία μας. Τι ευτυχία! Έτσι δεν είναι;
Ροσ. Αλήθεια Κρολ; Αλλά τότε γιατί τόσο καιρό έμεινες μακριά μας;
Κρολ. Γιατί δεν ήθελα να 'μαι για σένα, ζωντανή ανάμνηση θλιβερών περασμένων στιγμών, να σου θυμίζω με τη παρουσία μου, κείνη που βρήκε τον θάνατο στο ρέμα του μύλου.
Ροσ. Είναι ευγενική η σκέψη σου. Πάντα είσαι γεμάτος λεπτότητα. Έλα κάτσε κοντά μου. (κάθονται στο μεγάλο καναπέ). Όχι, δεν υποφέρω ηθικά, όταν θυμάμαι την Ευτυχία. Μιλάμε για κείνη κάθε μέρα. Μας φαίνεται μάλιστα πως δεν έχει φύγει διόλου απ' αυτό το σπίτι.
Κρολ. Αληθινά, σας φαίνεται...
Ρεβ. (ανάβοντας τη λάμπα). Αναμφίβολα.
Ροσ. Είναι πολύ φυσικό. Ήτανε τόσο προσφιλής και στους δυο. Κι η Ρεβέκ... η δις Γουέστ δηλαδή κι εγώ, έχουμε ήσυχη τη συνείδησή μας, γιατί κάναμε ό,τι μπορούσαμε για τη δύστυχη άρρωστη.
Κρολ. Είστε γενναίες καρδιές κι οι δυο. Στο εξής θέλω να 'ρχομαι καθημερινά.
Ρεβ. (κάθεται σε μια πολυθρόνα). Να δούμε θα κρατήσετε το λόγο σας.
Ροσ. (μετά από δισταγμό). Φίλε μου Κρολ, θα 'θελα πολύ να μη διακόψουμε τη συντροφιά μας. Από τότε που γνωριστήκαμε, όταν ήμασταν φοιτητές, ήσουνα πάντα ο φυσικός σύμβουλός μου.
Κρολ. Αλήθεια; Είμαι περήφανος γι' αυτό. Θα 'θελες να μου μιλήσεις λοιπόν για...
Ροσ. Έχω τόσα πράματα που θέλω να συζητήσουμε, με άνεση κι ανοιχτή καρδιά.
Ρεβ. Πράγματι κ. Ρόσμερ, μου φαίνεται πως είναι καλό να μοιράζεται κανείς τις μύχιες σκέψεις του με παλιούς και καλούς του φίλους.
Κρολ. Ε, καλά λοιπόν. Κι εγώ έχω να σου πω πιότερα. Ξέρεις βέβαια πως ανακατεύτηκα με τη πολιτική;
Ροσ. Ναι το 'μαθα. Αλλά εξήγησέ μου πως και συνέβη τούτο;
Κρολ. Αναγκάστηκα, θέλοντας και μη. Στην εποχή που ζούμε, είναι αδύνατο να μείνει κανείς απαθής θεατής. Τώρα που -για μεγάλη δυστυχία μας- ανέβηκαν οι ριζοσπάστες στην εξουσία, είναι καιρός να δράσουμε άμεσα.
Ρεβ. (κρυφοχαμογελώντας). Δεν είναι κάπως... αργά τώρα;
Κρολ. Βέβαια θα 'τανε καλύτερα αν γίνονταν έγκαιρα προσπάθειες για ν' ανακοπεί ο χείμαρρος. Γιατί τώρα που μιλάμε, το επαναστατικό πνεύμα έχει χωθεί ακόμα και στα σχολεία.
Ροσ. Στα σχολεία; Όχι φυσικά σε κείνο που διευθύνεις.
Κρολ. Κι όμως... Χώθηκε ακόμα και στο δικό μου. Πώς σου φαίνεται αυτό; Πριν έξι μήνες ανακάλυψα, πως οι μαθητές των ανωτέρων τάξεων, στήσαν μυστική εταιρεία κι είναι συνδρομητές στη φυλλάδα του Μόρτενσγκαρντ!
Ρεβ. Μπα; Στο "Φάρο";
Κρολ. Ναι! Υπάρχει βλέπετε υπάρχει πολλή υγιής τροφή στη φυλλάδα αυτή, για τους μελλοντικούς υπαλλήλους του κράτους
Ρεβ. Κι αυτό σας στεναχωρεί πολύ, καθηγητά μου;
Κρολ. Αν με στεναχωρεί λέει; Να βλέπω έτσι μηδενισμένο το έργο που αφιέρωσα σ' αυτό, ολάκερη τη ζωή μου! Κι όμως θα το άντεχα με ηρεμία και τούτον ακόμα το χτύπημα. Αλλά μου 'ρθε και χειρότερο ακόμη. Δε μας ακούει κανείς απέξω ε;
Ρεβ. Όχι, μείνετε ήσυχος.
Κρολ. Καλά λοιπόν μάθετε πως η διχόνοια κι η επανάσταση φτάσανε και μέσα στο σπίτι μου και φωλιάσανε κάτω από τη στέγη μου. Τέλος πια η σπιτική, οικογενειακή γαλήνη.
Ροσ. Τί λες; Και στο σπίτι σου;
Ρεβ. 'Ασε να δούμε. Πες μας φίλε μου τί συνέβη;
Κρολ. Φανταστείτε τα ίδια μου τα παιδιά... ο Λόρεντς μπήκε επικεφαλής στη συνομωσία τούτη. Κι η Χίλντε κέντησε μια πλεχτή τσάντα και μέσα κρύβανε το "Φάρο".
Ροσ. Ορίστε τί δε θα μου περνούσε ποτέ από το νου. Στο σπίτι σου; Κάτω από την ίδια σου τη στέγη;
Κρολ. Έτσι δεν είναι; Ποιός θα μπορούσε ποτέ να το φανταστεί! Στο σπίτι μου, που η υπακοή κι η πειθαρχία βασιλεύανε πάντα, που όλοι μας ως τώρα ήμασταν ένα πνεύμα, μια ψυχή και με μια και μόνη θέληση...
Ρεβ. Και τί λέει η γυναίκα σας;
Κρολ. Α να τι είναι το πιο απίστευτο. Κείνη που σ' όλη της τη ζωή και στα μεγάλα και στα μικρά πράματα, συμβάδιζε με τις θέσεις και τις θελήσεις μου, τώρα δεν απέχει δα και πολύ να ενταχθεί με το μέρος των παιδιών. Φυσικά, εννοείται πως δε το 'χω πει πουθενά... είναι απ' αυτά τα πράματα που πρέπει να συγκαλύπτονται καλά. Αχ Θεέ μου.. Θεέ μου! (σκεπάζει το πρόσωπό του με τις παλάμες του, για κάμποσο).
Ρεβ. (βρίσκοντας ευκαιρία πλησιάζει τον Ρόσμερ και του λέει, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τον Κρολ). Πες του...
Ροσ. (επίσης χαμηλόφωνα). Όχι απόψε.
Ρεβ. (επίσης). Ναι, τώρα. (πλησιάζει το τραπέζι κι ανεβάζει το φως της λάμπας).
Κρολ. Βλέπεις λοιπόν, αγαπητέ μου Ρόσμερ, πως το πνεύμα της εποχής έρχεται να επισκιάσει το κοινωνικό μου έργο και να δηλητηριάσει την οικογενειακή μου γαλήνη; Δε πρέπει λοιπόν να καταπολεμήσω τούτο το πνεύμα, της καταστροφής και της ερήμωσης, μ' όσα μέσα διαθέτω;
Ροσ. Κι ελπίζεις να πετύχεις κάτι έτσι;
Κρολ. Εν πάσει περιπτώσει, θέλω να κάνω αυτά που μου επιβάλλει το καθήκον και πιστεύω πως κάθε καλός πατριώτης πρέπει να δράσει όπως εγώ. Να λοιπόν κι η πρώτη αιτία της σημερινής μου επίσκεψης εδώ.
Ροσ. Τί θες να πεις; Τί περιμένεις από μένα;
Κρολ. Πρέπει να βοηθήσεις τους παλιούς φίλους, -να κάνεις ότι κι αυτοί.
Ρεβ. Μα καθηγητά μου γνωρίζετε καλά τον κύριο Ρόσμερ και την απόστροφή του γι' αυτού του είδους τα πράματα.
Κρολ. Είναι καιρός πλέον να κατανικήσει την αποστροφή αυτή... Δεν είσαι αρκετά ενήμερος των τεκταινομένων Ρόσμερ. Μένεις δω μέσα κλεισμένος κι απορροφημένος από τις ιστορικές σου μελέτες. Θεέ μου, σου αναγνωρίζω όλη την αρμόζουσα εκτίμηση γι' αυτή την εργασία, αλλά η εποχή... αλίμονο... δεν είναι κατάλληλη για τέτοιες ενασχολήσεις. Κάθε σεβασμός στο καθεστώς χάθηκε και χρειάζεται πια Ηράκλεια δύναμη κι εργασία για ν' απαλλαγεί ο λαός από τις πλάνες που τον έχουνε ρίξει.
Ροσ. Το πιστεύω, μα τέτοιου είδους ασχολίες δεν είναι κατάλληλες για μένα.
Ρεβ. Κι εξάλλου, πιστεύω πως ο κύριος Ρόσμερ βλέπει τώρα καθαρότερα τα κοινωνικά πράματα.
Κρολ. Καθαρότερα;
Ρεβ. Ναι. Τα κοιτά με μάτι καθαρότερο κι απαλλαγμένο προκαταλήψεων.
Κρολ. Τί λέει Ρόσμερ; Ελπίζω πως δεν υπήρξες τόσον ασθενής, ώστε να παρασυρθείς κι εσύ από τη προσωρινή επικράτηση των οχλαγωγών!
Ροσ. Αγαπητέ μου φίλε, γνωρίζεις καλά πως δε πολυκαταλαβαίνω πολιτικά, αλλά μου φαίνεται πως τα τελευταία χρόνια, η προσωπική γνώμη του καθενός μας, απόκτησε πια μεγαλύτερην ανεξαρτησία.
Κρολ. Θαυμάσια! Και δε διστάζεις ίσως να το βρίσκεις αυτό καλό! Αλλά πλανάσαι πολύ φίλε μου. Πρώτα μάθε καλά, ποιές είναι οι κοινωνικές δοξασίες που διδάσκουν οι ριζοσπάστες. Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ αυτών κι αυτών που γράφονται στο "Φάρο".
Ρεβ. Πράγματι. Ο Μόρτενσγκαρντ ασκεί παντού μεγάλη και σημαντικήν επίδραση.
Κρολ. Ναι, είναι ακατανόητο! Με παρελθόν τόσο κηλιδωμένο, -δάσκαλος που τον έπαυσαν εξ αιτίας της ανηθικότητάς του! Ένας τέτοιος άνθρωπος αναλαμβάνει να οδηγήσει το λαό! Και το πετυχαίνει! Το πετυχαίνει θαυμάσια!
Ρεβ. Εκπλήσσομαι που σεις κι οι φίλοι σας δεν του επιτεθήκατε ακόμα συστηματικά.
Κρολ. Ναι μα πρόκειται να το κάνουμε τώρα. Ακριβώς σήμερα, αγοράσαμε την "Επαρχιακή Εφημερίδα". Για το χρηματικό, δεν υπήρξανε δυσκολίες αλλά -ορίστε που φτάνω και στην αιτία της σημερινής μου επίσκεψης- έχουμε δυσκολίες για το πρόσωπο που θ' αναλάβει τη διεύθυνσή της. Πες μου Ρόσμερ δε νιώθεις την ευχαρίστηση και το καθήκον ν' αναλάβεις εσύ αυτή τη θέση, από ενδιαφέρον για τον άξιο αυτόν αγώνα;
Ροσ. (λιγάκι ταραγμένος). Εγώ;
Ρεβ. Πώς μπορέσατε να το φανταστείτε;
Κρολ. Αν αποστρέφεσαι τις πολιτικές συγκεντρώσεις και τους θορύβους την διαδηλώσεων, εντάξει, το κατανοώ. Αλλά η εργασία του διευθύνοντος και συντάκτη, ο μοναχική κι ήσυχη αυτή ενασχόληση, ή καλύτερα να πω...
Ροσ. Όχι φίλε μου. Δε πρέπει να μου το ζητήσεις αυτό.
Κρολ. Δε θα 'θελα κάτι καλύτερο από το ν' αναλάβω εγώ κι αυτή την εργασία, αλλά μου 'ναι απολύτως αδύνατο. Είμαι ήδη βαρυφορτωμένος εργασίες. Συ όμως, απεναντίας, έτσι καθώς είσαι απαλλαγμένος από κάθε υποχρέωση και παραιτημένος από το επάγγελμά σου... και θα σε βοηθήσουμε κι εμείς αναμφίβολα, όσο μπορούμε.
Ροσ. Δε μπορώ Κρολ, είμαι εντελώς ακατάλληλος.
Κρολ. Ακατάλληλος; Το ίδιο έλεγες κι όταν ο πατέρας σου αποφάσισε να σε βάλει στο ιερατικό αξίωμα.
Ροσ. Κι είχα δίκιο. Γι' αυτό κατόπιν παραιτήθηκα.
Κρολ. Εντούτοις, αν αποδειχτείς σα δημοσιογράφος, τόσον ικανός όσο και πάστορας, θα 'μαστε κατενθουσιασμένοι.
Ροσ. Αγαπητέ μου Κρολ, στο λέω άπαξ δια παντός: δε δέχομαι πάει και τέλειωσε.
Κρολ. Τουλάχιστον θα μας αφήσεις να κάνουμε χρήση του ονόματός σου;
Ροσ. Του ονόματός μου;
Κρολ. Ναι, τ' όνομα μόνο του Γιαν Ρόσμερ θα 'ναι σπουδαίο πλεονέκτημα για την εφημερίδα μας. Εμάς όλους τους άλλους, μας θεωρούνε παρασυρμένους από τα πολιτικά μας πάθη και πιστεύω. Εσύ όμως ήσουν ανέκαθεν αμερόληπτος και το πνεύμα σου είναι πράο κι ευθύ, η ευγένεια των ιδεών σου, η αδιαπραγμάτευτη ευθύτητα του χαρακτήρα σου κι η αβρότητά σου, είναι αδιαμφισβήτητα χαρίσματά σου, που αναγνωρίζονται κι εκτιμώνται απ' όλους. Πρόστεσε σ' αυτά και την υπόληψη και το σεβασμό που αρμόζει στο πρώην αξίωμά σου κι επίσης τη μεγάλην υπόληψη του οικογενειακού σου ονόματος... Σκέψου λοιπόν.
Ροσ. Ως προς το οικογενειακό μου όνομα...
Κρολ. Οι Ρόσμερ του Ρόσμερσχολμ, -ιερείς, στρατιώτες, ανώτεροι δικαστικοί και διοικητικοί υπάλληλοι, όλοι άνθρωποι τίμιοι κι ευγενείς. Μια οικογένεια, που επί δυο σχεδόν αιώνες υπήρξεν η πρώτη, σε τούτη την επαρχία. Ρόσμερ έχεις υποχρέωση προς τον εαυτό σου και τις παραδόσεις της γενιάς σου, να μετέχεις σ' αυτό τον αγώνα και να υπερασπίσεις κάθε τι που ο χρόνος κι η παράδοσή μας καθιερώσανε. Τί λέτε δεσποινίς Γουέστ;
Ρεβ. (χαμογελώντας ελαφρά). Κύριε καθηγητά δε μπορείτε να φανταστείτε πόσον αλλόκοτα μου φαίνονται, όλα όσα ακούω.
Κρολ. Αλλόκοτα; Μα γιατί;
Ρεβ. Ναι. Γιατί, για να σας μιλήσω ειλικρινά...
Ροσ. Όχι, όχι, περιμένετε. Όχι ακόμα.
Κρολ. Μα για τ' όνομα του Θεού, αγαπητοί μου φίλοι! Α...
Ελσ. Ένας άνθρωπος θέλει να δει τον κύριο πάστορα.
Ροσ. (ανακουφισμένος). Έχει καλώς. Πες του να περάσει.
Ελσ. Στο σαλόνι;
Ροσ. Ναι... βέβαια...
Ελσ. (διστακτικά). Δεν έχει όμως εμφάνιση για...
Ρεβ. Τί εμφάνιση έχει λοιπόν κυρία Έλσεθ;
Ελσ. Όχι πολύ καθώς πρέπει, δεσποινίς.
Ρεβ. Δεν είπε τ' όνομά του;
Ελσ. Ναι, πιστεύω ότι μου πε πως ονομάζεται Κέκμαν ή κάπως έτσι.
Ρόσ. Αυτό τ' όνομα δε μου 'ναι άγνωστο.
Ελσ. Έπειτα πρόστεσε πως λέγεται Ούλριχ.
Ροσ. (τινάζεται πάνω). Ούλριχ Έκμαν. Έτσι δεν είναι;
Ρεβ. Δεν υπόγραψε όμως έτσι ο παράδοξος αυτός άνθρωπος.
Ροσ. (προς τον Κρολ). Είναι το ψευδώνυμο του Ούλριχ Βρέντελ.
Κρολ. Ούλριχ Βρέντελ; Αλήθεια; Κείνος ο... χαμένος;
Ρεβ. Ζει λοιπόν ακόμα;
Ροσ. Νόμιζα πως περιόδευε με κάποιο θίασο κωμικών.
Κρολ. Το τελευταίο που άκουσα γι' αυτόν είναι πως ήτανε φυλακή...
Ροσ. Πες του να περάσει κυρία Έλσεθ.
Ελσ. Αμέσως κύριε.
Κρολ. Μπορείς λοιπόν ν' ανεχτείς μες στο σπίτι σου, αυτό τον άνθρωπο;
Ροσ. Το ξέρεις πως ήτανε δάσκαλός μου για κάμποσο;
Κρολ. Ναι. Ξέρω πως σου παραγέμιζε το κεφάλι μ' επαναστατικές ιδέες κι ότι ο πατέρας σου τον έδιωξεν οργισμένος.
Ροσ. Ο πάτερας μου ήτανε πάντα συνταγματάρχης ακόμα και στην οικογενειακή του ζωή. Ποτέ δε του 'λειψε η τραχύτητα...
Κρολ. Έπρεπε αγαπητέ μου Ρόσμερ, να τον ευχαριστείς ακόμα και πάνω από τον τάφο του, γι' αυτό... Α νάτος!
Βρεν. Καλησπέρα Γιαν.
Κρολ. Κύριε!
Βρεν. Περίμενες να με ξαναδείς; Ε; Και μάλιστα στον... καταραμένο αυτό τόπο;
Κρολ. Κύριε. Από κει...
Βρεν. Α ναι! Κείνος είναι. Ο Γιαν, το καλό μου παιδί που αγάπησα πιότερο απ' όλα στο κόσμο.
Ροσ. Γερο-δάσκαλέ μου!
Βρεν. Παρόλο που 'χω πικρές αναμνήσεις εδώ στο Ρόσμερσχολμ, δε μπόρεσα περνώντας να μη σ' επισκεφθώ για λίγο.
Ροσ. Καλώς ώρισες. Στο εύχομαι, πίστεψέ με, από καρδιάς.
Βρεν. Ω! κι η θεσπέσια κείνη κυρία; Η σύζυγός σου, χωρίς αμφιβολία...
Ροσ. Η δεσποινίς Γουέστ.
Βρεν. Πολύ κοντινή συγγενής λοιπόν... κι ο άγνωστός μου κύριος; Συνάδελφός σας, αν υποθέτω σωστά...
Ροσ. Ο καθηγητής κύριος Κρολ.
Βρεν. Κρολ... Κρολ... Περιμένετε... Σπουδάσατε φιλολογία στα νιάτα σας;
Κρολ. Βέβαια.
Βρεν. Τότε, μα την αλήθεια, σας έχω γνωρίσει προ πολλού!
Κρολ. Κύριε...
Βρεν. Συ δεν ήσουν...
Κρολ. Κύριε;
Βρεν. ...ένας απ' αυτούς τους υπερασπιστές της αρετής, που με διώξαν από τη διάλεξη;
Κρολ. Πιθανότατα... Αλλά δεν έχουμε κύριε, μεταξύ μας καμιάν οικειότητα.
Βρεν. Καλά. Καλά! Όπως σου αρέσει κύριε ντόκτορ, το ίδιο μου κάνει. Ο Ούλριχ Βρέντελ δε θα χάσει εξ αυτού, τίποτ' από τη προσωπικότητά του.
Ρεβ. Σκέφτεστε να κατεβείτε στη πόλη, κύριε Βρέντελ;
Βρεν. Η κυρία Ρόσμερ αντελήφθη καλά. Που και που βρίσκομαι στην ανάγκη να ριχτώ στον περί ύπαρξης αγώνα, για να συντηρηθώ. Το κάνω δίχως κέφι, αλλ' η ανάγκη βλέπετε...
Ροσ. Αγαπητέ μου κύριε Βρέντελ, θα μου επιτρέψετε να σας βοηθήσω με κάποιο τρόπο;
Βρεν. Θεέ μου τί πρόταση! Θες λοιπόν να χαλαρώσεις το δεσμό που μας ενώνει; Ποτέ Γιαν, ποτέ!
Ροσ. Αλλά τί σκέφτεστε να κάνετε στη πόλη; Δε θα σας είναι εύκολο να βρείτε δουλειά. Πιστέψτε με.
Βρεν. 'Αφησέ τα αυτά παιδί μου. Ο κύβος ερρίφθη. Παρόλη τη κατάσταση που με βλέπεις, ανέλαβα μεγάλο ταξίδι, μεγαλύτερο κι από τις μέχρι τώρα εκδρομές μου. Κι μιας και το θυμήθηκα τώρα: μπορώ να ρωτήσω κάτι τον καθηγητή; Υπάρχει στη πόλη καμιά αίθουσα κεντρική και πολύ ευρύχωρη;
Κρολ. Η μεγαλύτερη αίθουσα είναι κείνη που συγκεντρώνονται οι εργάτες των συντεχνιών.
Βρεν. Σεις έχετε καμιάν επιρροή σε κείνο το σύνδεσμο των συντεχνιών, μιας κι είστε έφορος της παιδείας; Μου φαίνεται πως θα βγει κάτι ωφέλιμο από τούτο.
Κρολ. Δεν ανακατεύομαι σ' αυτά.
Ρεβ. Πρέπει να βρείτε τον κύριο Πέτερ Μόρντενσγκαρντ.
Βρεν. Συγνώμη κυρία, ποιός είναι αυτός ο ηλίθιος;
Ρεβ. Γιατί τον λέτε ηλίθιο;
Βρεν. Τ' όνομά του με κάνει να το υποθέσω. Ένας άνθρωπος του όχλου...
Κρολ. Να μια απάντηση που δε περίμενα!
Βρεν. Θα προσπαθήσω να τα καταφέρω μαζί του Δεν έχω άλλην επιλογή. Όταν κανείς βρίσκεται -όπως εγώ τώρα- στο σταυροδρόμι... Αποφασίστηκε λοιπόν! Θα έρθω σ' απευθείας έπαφή με τον άνθρωπο τούτο.
Ροσ. Το σκέφτεστε σοβαρά τούτο;
Βρεν. Αγαπητό μου παιδί, δεν έμαθες ακόμα πως ότι κι αν αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας ο Βρέντελ, το φέρνει και μάλιστα σοβαρά; Ναι φίλτατέ μου, θέλω να δράσω, σαν άνθρωπος, να βγω από την επιφύλαξη που τήρησα μέχρι τώρα.
Ροσ. Με ποιό τρόπο;
Βρεν. Θέλω να λάβω ενεργό μέρος στη ζωή, να παραταχθώ μαζί με τις εργαζόμενες τάξεις, της κοινωνίας, να ξαναγίνω παραγωγός. Περνάμε δύσκολους, θυελλώδεις καιρούς, θέλω κι εγώ να θέσω κι εγώ τον οβολό μου στο βωμό της απολύτρωσης.
Κρολ. Κι εσείς;
Βρεν. Κανείς από σας εδώ, δεν εμβάθυνε στα γραπτά μου;
Κρολ. Όχι, οφείλω να ομολογήσω πως...
Ρεβ. Διάβασα πολλά εξ αυτών. Τα 'χεν ο πατέρας μου.
Βρεν. Ωραία πυργοδέσποινα, στη περίπτωση αυτή, χάσατε το καιρό σας. Ολ' αυτά ήτανε χωρίς βάση κι αναληθή.
Ρεβ. Αλήθεια;
Βρεν. Όσα διαβάσατε ναι. Τα πράγματι αξιοσημείωτα έργα μου δε διαβαστήκαν από κανένα κοινό, παρά μόνον από μένα τον ίδιο.
Ρεβ. Πώς αυτό;
Βρεν. Γιατί ουδέποτε γραφτήκανε.
Ροσ. Αλλ' αγαπητέ μου κύριε Βρέντελ...
Βρεν. Ξέρεις Γιαν παιδί μου, πως είμαι λιγάκι συβαρίτης στο πνεύμα, λεπτός... πολύ λεπτός... Έτσι ήμουνα πάντα. Αγαπώ ν' απολαμβάνω μόνος, διότι τότε απολαμβάνω πολλαπλάσια. Με πιάνεις; Όταν τα χρυσά όνειρα μ' επισκέπτονταν, όταν ένιωθα να γεννιούνται μέσα μου σκέψεις κι ιλιγγιώδεις υψηλές ιδέες, τις έφτιαχνα στίχους, εικόνες, οπτασίες κι όλα σ' ευρύ κύκλο... Με πιάνεις;
Ροσ. Ναι. Ναι.
Βρεν. Ω πόσον απόλαυσα, πόσο ρούφηξα την απόλαυση στη ζωή μου! Οι μυστικές χαρές της εσώτερης ανάπτυξης ήταν εκείνες -πάντα ευρείας κατανάλωσης. Τα χειροκροτήματα, τις απολυτρώσεις, τους επαίνους, τα δάφνινα στεφάνια, όλα τα μάζεψα με τρεμάμενα από χαρά, χέρια. Και κυριεύτηκα στις μοναχικές οπτασίες μου από χαρά... ω χαρά μεθυστική.
Κρολ. Χμμ...!
Ροσ. Αλλά ποτέ δε γράψατε κάτι απ' όλ' αυτά;
Βρεν. Ούτε λέξη. Μ' αήδιαζε πάντα το να 'μαι συγγραφέας επαγγελματικά. Και γιατί να βεβηλώσω το ιδεώδες μου όταν μπορούσα να το απολαύσω σ' όλη την αγνότητά του, μόνος μου; Αλλά σήμερα πρέπει να το θυσιάσω. Αλήθεια... μ' έχει κυριεύσει το συναίσθημα κείνο, που πιάνει τη μητέρα όταν πρόκειται ν' αφήσει τη κόρη της στα χέρια του συζύγου. Κι όμως είμαι αποφασισμένος για τη θυσία. Θα τη προσφέρω στο βωμό της χειραφέτησης. Θα κάνω λοιπόν μια σειρά καλών διαλέξεων σ' όλη τη χώρα.
Ρεβ. (ενθουσιασμένη). Πολύ ευγενικό από μέρους σας κύριε Βρέντελ. Δίνετε ό,τι πολυτιμότερον έχετε.
Βρεν. Τον μόνο θησαυρό μου.
Ρεβ. (κοιτάζοντας με νόημα τον Ρόσμερ). Δε φέρονται έτσι όλοι οι άνθρωποι. Δεν έχουν όλοι το θάρρος...
Ροσ. (ανταποδίδοντας το νεύμα). Ποιός ξέρει;
Βρεν. Η κοινωνία συνταράζεται. Το γεγονός αυτό μου διεγείρει το συναίσθημα και μου δυναμώνει τη θέληση, γι' αυτό κι αποφάσισα να εργαστώ. Αλλ' ακόμα μιαν ερώτηση: (προς τον Κρολ). Μπορείτε να μου πείτε κύριε καθηγητή, αν υπάρχει στη πόλη κανάς σύλλογος εγκράτειας; Εγκράτειας απόλυτης: Πρέπει να υπάρχει.
Κρολ. Μάλιστα κύριε κι είμαι πρόεδρος.
Βρεν. Το κατάλαβα από τη φυσιογνωμία σας. Καλά λοιπόν. Πιστεύω ότι θα μου 'ναι δυνατό να μπω στο σύλλογο για καμιά βδομάδα.
Κρολ. Συγνώμη, μα δε γράφουμε μέλη με τη βδομάδα.
Βρεν. Καλή ώρα κύριε καθηγητά! Ο Ούλριχ Βρέντελ δε συνηθίζει να μπαίνει με το στανιό σε τέτοια ιδρύματα. (προς τον Ρόσμερ). Αλλά δε θέλω να παρατείνω την επίσκεψή μου στο σπίτι σας, που 'χει για μένα τόσο πλούσιες αναμνήσεις. Πρέπει να πηγαίνω, στη πόλη έχω να 'βρω μιαν αναπαυτική διαμονή. Ελπίζω να μπορέσω να βρω κανά υποφερτό ξενοδοχείο.
Ρεβ. Δε θέλετε να πιείτε κάτι ζεστό πριν μας αφήσετε;
Βρεν. Τί είδους, ωραία μου κυρία;
Ρεβ. Μια κούπα τσάι ή...
Βρεν. Ευχαριστώ γενναία δέσποινα. Δε μου αρέσει να καταχρώμαι τη φιλοξενία. (χαιρετά). Χαίρετε κύριες και κύριοι. (πάει προς τη κεντρικήν είσοδο). Α! Αλήθεια, Γιαν, πάστορα Ρόσμερ, θέλεις να μου προσφέρεις κάποια σπουδαία υπηρεσία στ' όνομα της παλιάς φιλίας μας;
Ροσ. Βέβαια και με μεγάλη μου ευχαρίστηση.
Βρεν. Καλά. Δάνεισέ μου για μια-δυο μέρες ένα πουκάμισο με λευκά μανίκια, σιδερωμένο.
Ροσ. Αυτό μόνο;
Βρεν. Γιατί όπως βλέπεις, ταξιδεύω με τα πόδια τούτη τη φορά. Οι αποσκευές μου θα σταλούν αργότερα.
Ροσ. Καλά, καλά. Το δίχως άλλο, θα κάμω πρόθυμα ό,τι μου ζητήσατε. Αλλά δε χρειάζεστε τίποτ' άλλο;
Βρεν. Ξέρεις τί θα 'θελα; Αν μπορούσες να μου δώσεις και μια καλοκαιρινή ρεντιγκότα, όχι καινούρια.
Ροσ. Βεβαίως!
Βρεν. Κι αν υπήρχε και κανά ζευγάρι παπούτσια, με τη ρεντιγκότα...
Ροσ. Υπάρχει τρόπος να τακτοποιηθούν όλ' αυτά. Μόλις μάθουμε τη διεύθυνσή σας, θα σας τα στείλουμε.
Βρεν. Α με τίποτα! Δε θέλω να ενοχλώ συνεχώς. Θα τα πάρω τώρα μαζί μου αυτά τα μικροπράματα.
Ροσ. Έχει καλώς. Θέλετε να 'ρθετε για λίγο, μαζί μου πάνω;
Ρεβ. Όχι, αφήστε, θα το τακτοποιήσω εγώ με τη κυρία Έλσεθ.
Βρεν. Με τίποτα! Δε θα επιτρέψω μια κυρία τόσο διακεκριμένη...
Ρεβ. Μόνον ελάτε κύριε Βρέντελ. (βγαίνει).
Ροσ. (κρατώντας τον Βρέντελ). Πέστε μου δε χρειάζεστε τίποτ' άλλο από μένα;
Βρεν. Δε ξέρω ακριβώς τί θα 'τανε δυνατό να χρειάζομαι... Α ναι! Κατάρα! Όσο σκέπτομαι... Γιαν... μήπως κατά τύχην, έχεις εύκαιρες στο πορτοφόλι σου οχτώ κορώνες;
Ροσ. Για να δω... (ανοίγει το πορτοφόλι του). Έχω δυο χαρτονομίσματα των δέκα.
Βρεν. Καλά, καλά. Το ίδιο κάνει. Μπορώ να τα πάρω. Να θυμάσαι καλά πως μου 'δωσες είκοσι κορώνες. Καληνύχτα, αγαπητό μου παιδί! Καληνύχτα, εντιμότατε κύριε! (προχωρεί προς τη πόρτα, ο Ρόσμερ τονε συνοδεύει και τη κλείνει πίσω του).
Κρολ. Κύριε των Δυνάμεων! Και να φανταστεί κανείς πως σε τούτον τον άνθρωπο, αναγνωρίσανε κάποτε, προτερήματα μεγάλου ανδρός!
Ροσ. (ήρεμα). Εν πάση περιπτώσει, είχε το θάρρος να ζήσει κατά τα κέφια του. Μου φαίνεται πως αυτό κάτι σημαίνει...
Κρολ. Μα τί λες; Ζωή όπως η δική του! Θα πίστευε κανείς αλήθεια, πως αυτός είναι ικανός να ταράξει το μυαλό σου άλλη μια φορά.
Ροσ. Όχι, όχι φίλτατε. Τώρα είμαι βέβαιος για μένα, όπως πάντα.
Κρολ. Μακάρι να 'ναι αληθές αυτό, αγαπητέ μου Ρόσμερ. Επιδρούν επάνω σου οι εξωτερικές εντυπώσεις, τόσον εύκολα...
Ροσ. Ας καθήσουμε. Έχω να σου μιλήσω.
Κρολ. Ευχαρίστως.
Ροσ. (μετά σύντομη σιγή). Δε βρίσκεις πως βασιλεύει εδώ μέσα ατμόσφαιρα ειρήνης κι ευτυχίας;
Κρολ. Βέβαια. Ζείτε καλά κι ειρηνικά εδώ. Εσύ κέρδισες οικογενειακήν εστία Ρόσμερ, ενώ γω έχασα τη δική μου.
Ροσ. Μη το λες φίλες μου. Κει όπου βασιλεύει τώρα διχόνοια, αύριο θα ξαναγεννηθεί αρμονία.
Κρολ. Ποτέ! Ποτέ! Ο σπόρος της διχόνοιας θα υπάρχει πάντα. Δε πρόκειται να ξαναβρώ το παρελθόν.
Ροσ. 'Ακουσέ με καλά, Κρολ. Υπήρξαμε δεμένοι γα πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Μπορείς ποτέ να υποθέσεις ότι τούτη η φιλία είναι δυνατό να διαρραγεί;
Κρολ. Τίποτε απ' όσο γνωρίζω, δε θα μπορούσε να τη ψυχράνει. Αλλά πώς σου μπαίνουνε τέτοιες ιδέες;
Ροσ. Γιατί συ δίνεις μεγάλη σημασία στη συμφωνία των πιστεύω και των κρίσεων.
Κρολ. Έστω λοιπόν, ναι. Αλλά όσον αφορά σε μας τους δυο, είμαστε σύμφωνοι σ' όλα τα θεμελιώδη ζητήματα.
Ροσ. (ήσυχα). Όχι, δεν είμαστε πλέον.
Κρολ. Τί σημαίνει αυτό;
Ροσ. Κάθησε παρακαλώ, Κρολ.
Κρολ. Τί θες να πεις; Δε σε καλαβαίνω. Μίλα καθαρά.
Ροσ. Έγινε μια ανανέωση στο πνεύμα μου. Νέα αχτίδα νεότητας με φώτισε. Κι ορίστε πως έφτασα ως εκεί... Κι εγώ ακόμα.
Κρολ. Πού έφτασες;
Ροσ. Εκεί που φτάσανε και τα παιδιά σου.
Κρολ. (φανερά έκπληκτος). Συ; Συ; Μα είναι αδύνατο. Λες ό,τι...
Ροσ. Συμφωνώ με τις ιδέες του Λόρεντς και της Χίλντε.
Κρολ. Αποστάτης! Ο Γιαν Ρόσμερ, αποστάτης!
Ροσ. Ποιά χαρά, πόσην ευτυχία, θα μπορούσα να βρω σ' αυτή την... αποστασία, όπως τη λες! Αντ' αυτού όμως, υπόφερα πολύ, ξέροντας πως θα σου προξενήσω τόση πίκρα.
Κρολ. Ρόσμερ... Ρόσμερ! Ποτέ δε θα συνέλθω απ' αυτό. Ορίστε λοιπόν κι εσύ μεταξύ κείνων που διαφθείρουνε, που γκρεμίζουνε, που καταστρέφουνε την άτυχη χώρα μας!
Ροσ. Θέλω να συμμετάσχω στο έργο της ανοικοδόμησης και της απελευθέρωσης!
Κρολ. Ναι το ξέρω... έτσι λένε οι διαφθορείς κι οι παραπλανημένοι.
Ροσ. Δε παρασύρθηκα από το λεγόμενο πνεύμα της εποχής. Θέλω να κάνω έκκληση προς πάντας, να προσπαθήσω να ενώσω όσο το δυνατό περισσότερους ανθρώπους κι όσο το δυνατό κοντύτερα. Θέλω να ζήσω και να μεταχειριστώ όλες τις δυνάμεις μου, προς το σκοπό τούτο. Προς το σκοπό της ανύψωσης, αληθινής λαϊκής κυριαρχίας, στη χώρα τούτη.
Κρολ. Βρίσκεις λοιπόν, πως δεν έχουμε υποστεί αρκετά αυτή τη ...λαϊκή κυριαρχία, όπως τη λες;
Ροσ. Ορίστε λοιπόν γιατί θέλω λαϊκό πολίτευμα, που να εκπληρώνει τη πραγματική αποστολή του.
Κρολ. Ποιάν αποστολή;
Ροσ. Τον εξευγενισμό όλων των πολιτών.
Κρολ. Με ποιά μέσα;
Ροσ. Με την απελευθέρωση του πνεύματος από τις προκαταλήψεις και με τον εξαγνισμό των θελήσεων.
Κρολ. Είσαι ιδεολόγος Ρόσμερ. Θες να τους απελευθερώσεις;
Ροσ. Όχι αγαπητέ μου. Θέλω μόνο να τους βγάλω από το λήθαργο. Αυτοί κατόπιν θα ενεργήσουν από μόνοι τους.
Κρολ. Και τους νομίζεις ικανούς να ενεργήσουν έτσι, σωστά;
Ροσ. Ναι!
Κρολ. Με τις δικές τους δυνάμεις;
Ροσ. Ναι! Δε γίνεται αλλιώς.
Κρολ. Είναι αυτή γλώσσα που αρμόζει σ' ιερέα;
Ροσ. Δεν είμαι πια ιερέας.
Κρολ. Ναι, αλλά... η πίστη των παιδικών σου χρόνων;
Ροσ. Δεν την έχω πλέον.
Κρολ. Δεν την έχεις πλέον;
Ροσ. (σηκώνεται). Την εγκατέλειψα. Όφειλα να την εγκαταλείψω, Κρολ!
Κρολ. Α! Α! Ναι, ναι, ναι! Το 'να δεν έρχεται δίχως τ' άλλο. Τάχα τούτο σ' έκανε να παραιτηθείς του ιερατικού αξιώματος;
Ροσ. Ναι. Όταν σχηματίστηκε μέσα μου η πεποίθηση, όταν βεβαιώθηκα ότι δε πρόκειται περί παροδικού πειρασμού, αλλά κάτι απ' όπου δε θα μπορέσω ποτέ ν' απαλλαγώ, παραιτήθηκα.
Κρολ. Συνεπώς, αυτή η κατάσταση υπήρχε μέσα σου προ πολλού κι εμείς οι φίλοι σου δε ξέραμε τίποτα; Ρόσμερ, Ρόσμερ, πώς μπόρεσες να μας κρύψεις αυτή τη θλιβερή αλήθεια;
Ροσ. Το πράμα αφορούσε μόνο μένα. Κι έπειτα, ήθελα ν' απαλλάξω και σένα και τους άλλους από ανώφελη πίκρα. Σκεφτόμουν να εξακολουθήσω ζώντας εδώ, ήσυχος, ευχαριστημένος κι ευτυχής.
Κρολ. Αποστάτη! Κάθε λέξη σου σε καταχωρεί έτσι! Αλλά τότε γιατί αυτή η εξομολόγησή σου; Και γιατί ακριβώς αυτή τη στιγμή;
Ροσ. Συ το θέλησες, Κρολ.
Κρολ. Εγώ;
Ροσ. Ναι. Γιατί έμαθα τη βιαιότητά σου, τις πλήρους μίσους επιθέσεις σου, εναντίον των αντιφρονούντων σου... Α Κρολ, πόσον αλλαγμένο σ' είδα! Κι έτσι, είδα πως είχα επιτακτικήν ανάγκη και καθήκον να εκτελέσω. Ο ήδη γενόμενος αγώνας, έχει κάνει τους ανθρώπους κακούς. Τα πνεύματα έχουν ανάγκη χαράς, ειρήνη και συμφιλίωση. Ορίστε γιατί προβαίνω στον αγώνα, έχοντας πάρει θέση, ανεπιφύλακτα, μαζί με τους ομοϊδεάτες μου. Κι εξ άλλου θέλω να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου. 'Ακουσέ με Κρολ! Δε θες και συ να βοηθήσεις την ενέργειά μου;
Κρολ. Ποτέ! Ποτέ! Δε θα συνεννοηθώ με τους καταστροφείς της κοινωνίας!
Ροσ. Έστω. Αν λοιπόν υπάρξει ανάγκη να πολεμήσουμε, πρέπει να χρησιμοποιήσουμεν όπλα ευγενικά.
Κρολ. Οποιοσδήποτε δεν είναι μαζί μου στις θεμελιώδεις κοινωνικές αρχές κι ιδέες, μου είναι άγνωστος και δεν έχω ουδεμίαν επιφύλαξη για κείνον.
Ροσ. Αυτό να το εκλάβω και για μένα προσωπικά;
Κρολ. Από σένα ήρθε, Ρόσμερ, η διάσπαση.
Ροσ. Μα είναι λοιπόν διάσπαση;
Κρολ. Αν είναι λέει; Εμφανέστατα είναι διάσπαση απ' όλους τους φίλους σου. Ναι! Και θα υποστείς τις συνέπειες.
Ρεβ. (μπαίνει κι αφήνει τη πόρτα ανοιχτή μιλώντας μονάχη). Επιτέλους! Ορίστε, βαδίζει πλέον στο δρόμο της αυτοθυσίας. (μεγαλόφωνα). Είναι έτοιμο το δείπνο. Ελάτε κύριε Κρολ.
Κρολ. Καληνύχτα δεσποινίς Γουέστ. Δεν έχω καμιά δουλειά πλέον εδώ πέρα.
Ρεβ. (συγκινημένη κλείνει τη πόρτα και πλησιάζει). Τί συμβαίνει; Μιλήσατε;
Ροσ. Ξέρει πλέον τα πάντα.
Κρολ. Δε θα σ' αφήσουμε Ρόσμερ. Θα σ' αναγκάσουμε να επανέρθεις στον ίσιο δρόμο.
Ροσ. Ουδέποτε.
Κρολ. Θα το δούμε αυτό. Δεν είσαι από κείνους που μπορούν ν' αντέξουνε στην απομόνωση.
Ροσ. Δεν είμαι μόνος. Είμαστε ήδη δυο εδώ, για να την αντέξουμε.
Κρολ. Α! Έτσι λοιπόν ε! Κείνα τα λόγια της Ευτυχίας...
Ροσ. Της Ευτυχίας;
Κρολ. Όχι. Όχι! Έχω άδικο. Σχώρα με! Γειά σου.
Ροσ. Πώς; Τί θες να πεις; Μίλα.
Κρολ. Ας μη κάνουμε κουβέντα... Ουφ! Σχώρα με. Γειά σου.
Ροσ. Κρολ, δε πρέπει να χωριστούμε έτσι. Θα περάσω να σε δω αύριο.
Κρολ. Δε θα πατήσεις το πόδι σου ξανά στο σπίτι μου! (βγαίνει απότομα).
Ροσ. Δεν είναι τίποτα, Ρεβέκα. Θα μπορέσουμε ν' αντέξουμε τα πάντα οι δυο μας, πιστοί φίλοι καθώς είμαστε.
Ρεβ. Τί σκεφτόταν, όταν είπε: "ουφ"! Το γνωρίζει άραγε;
Ροσ. Μην ανησυχείς γι' αυτό, αγαπητή μου φίλη. Δε πίστεψε στην υποψία του, μήτ' αυτός ο ίδιος. Αύριο θα πάω να τονε βρω. Καληνύχτα.
Ρεβ. Αποσύρεσαι τόσο νωρίς απόψε. Φταίν όσα συνέβησαν;
Κρολ. Κι απόψε, όπως συνήθως. Τώρα που φανερωθήκανε τα πάντα, νιώθω μεγάλην ανακούφιση. Είμαι όπως βλέπεις εντελώς γαλήνιος. Να 'σαι κι εσύ αγαπητή Ρεβέκα. Καληνύχτα.
Ρεβ. Καληνύχτα φίλε μου. (ο Ρόσμερ πηγαίνει προς τη πόρτα στο βάθος, τον ακούμε ν' ανεβαίνει τη σκάλα. η Ρεβέκα πλησιάζει στη θερμάστρα και χτυπά το κουδούνι. η κυρία Έλσεθ μπαίνει). Ξεστρώστε το τραπέζι κυρία Έλσεθ. Ο πάστορας δε θέλει να δειπνήσει κι ο κύριος Κρολ έφυγε.
Ελσ. Έφυγε; Τί του 'ρθε πάλι;
Ρεβ. (πιάνοντας το κέντημά της) Προέβλεψε πως θα 'ρχοταν μεγάλη κακοκαιρία.
Ελσ. Περίεργο! Ο ουρανός δεν έχει κανένα σύννεφο απόψε.
Ρεβ. Φτάνει μόνο να μη συναντήσει τα φαντάσματά σου με το λευκό άλογο. Φοβάμαι πως πολύ σύντομα θ' ακούσουμε να γίνεται λόγος και πάλι για φαντάσματα.
Ελσ. Χριστέ μου! Μη λέτε τέτοια δεσποινίς.
Ρεβ. Εμπρός. Εμπρός...
Ελσ. (πιο σιγά). Η δεσποινίς πιστεύει αλήθεια θα πεθάνει κανείς γρήγορα, δω μέσα;
Ρεβ. Όχι δα, Αλλά υπάρχουνε διάφορα είδη λευκών αλόγων στο κόσμο αυτό, κυρία Έλσεθ. Εμπρός. Καληνύχτα. Θα πάω να κοιμηθώ.
Ελσ. Καληνύχτα δεσποινίς. (η Ρεβέκα κρατώντας το κέντημα βγαίνει. η κυρία Έλσεθ σβήνει τη λάμπα, κουνά το κεφάλι και ψιθυρίζει). Χριστέ μου! Αυτή η δεσποινίς Γουέστ, τί παράξενα που τα λέει μερικές φορές!

                                     Aυλαία της 1ης πράξης

                                           Συνεχίζεται... εδώ  --->

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers